Σαν μικρός επίλογος της «χειμερινής» τριλογίας του, ο Κλιντ Ίστγουντ αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του καουμπόη στο Cry Macho, μετά τον βετεράνο στρατιωτικό στο Gran Torino και τον κηπουρό στο Βαποράκι. Εδώ δεν είναι χαριτωμένα εξωφρενικός και συχνά εξοργιστικός ως την ώρα της δραματουργικής μετάνοιας, ρατσιστής ή σεξιστής ‒ δεν αναφέρεται στους Μεξικανούς με όρους αντίστοιχους του «Negroes» που ξεστόμισε ο Γουόλτ ή στις γκέι γυναίκες ως dykes, όπως τις αποκάλεσε ο Ερλ.

 

Ο Μάικ Μάιλο είναι επίσης μόνος και μοναχικός, ένας πάλαι ποτέ σταρ του ροντέο, αναπόσπαστος κρίκος του ασαφούς πλέον κλαμπ των αρσενικών παλαιάς κοπής. Ανεμοδαρμένος και σκυφτός, με το βλέμμα που τα έχει δει όλα και την αφαίρεση στην έκφραση που δεν περιμένει καμία έκπληξη, δείχνει να έχει παραιτηθεί σε μια αργή αποδρομή. Ωστόσο, κρατά τον λόγο του και υπόσχεται σε έναν παλιό του φίλο να φέρει πίσω το παιδί του, ένα αγόρι που ο Χάουαρντ Πολκ (ο γνωστός τραγουδιστής της κάντρι Ντουάιτ Γιούοκαμ) δεν έχει δει σχεδόν ποτέ και η μητέρα του αρνείται να του «παραχωρήσει».

 

Υπάρχει παρασκήνιο πίσω από τη σκόρπια επιμέλεια, που το σενάριο αποκαλύπτει σταδιακά. Ο Μάικ του Ίστγουντ ξεπληρώνει το χρέος χωρίς δεύτερη κουβέντα, απρόθυμα, όπως αναμενόταν, αλλά με το πείσμα παλιού πρωταθλητή και την υπομονή κάποιου που νιώθει πολύ βαθύτερα απ’ όσα εκφράζει ‒ η αρετή του Ίστγουντ στην αντι-μελό ενσυναίσθηση παραμένει, σαν αντανακλαστικό που επανέρχεται όποτε η πλοκή τον χρειάζεται, με τις αιχμηρές, σαρκαστικές του ατάκες να διανθίζουν και να ελαφρύνουν το κλίμα.

 

Μετά το μουδιασμένο ξεκίνημα, με τους ξύλινους, τηλεγραφικούς διαλόγους και μια μάλλον αμήχανη διάθεση, το Cry Macho γίνεται ένα road movie με πρωταγωνιστές τον αργόσυρτο Μάικ και τον 13χρονο Ραφαέλ, ο οποίος είναι ασυμμάζευτος και αδέσποτος, ένα ατίθασο άλογο σαν κι εκείνα που ο γηραιός καουμπόη είχε μάθει τόσα χρόνια να δαμάζει. Η μεταφορά είναι παρούσα, όπως και η αλληγορία του μπλαζέ Τεξανού που μεταβαίνει στο κακόφημο Μεξικό για να βάλει μια τάξη και να σώσει ένα παιδί που, νομοτελειακά και παραδοσιακά, θα ονειρευόταν να βρει μια καλύτερη ζωή στην απέναντι Γη της Επαγγελίας. Η δήλωση του Ίστγουντ σε αυτή την ταινία ‒που βασίζεται σε ένα σενάριο το οποίο ο Ρίτσαρντ Νας είχε γράψει στις αρχές της δεκαετίας του ’70, προσπάθησε να πουλήσει στα στούντιο, που το απέρριψαν πολλές φορές, μετέτρεψε σε μυθιστόρημα, αποπειράθηκε εκ νέου, αλλά μάταια, ώσπου ο πάντα ενδιαφερόμενος κατάφερε να το γυρίσει στα ενενήντα ένα του χρόνια‒ είναι η κριτική του απέναντι στον ανδρισμό, και μάλιστα σε μια εποχή που το MeToo έχει στείλει την αρσενική επιθετικότητα στον αγύριστο.

 

«Αν κάποιος θέλει να βαφτίσει το πουλί του macho, λίγο με νοιάζει», απαντά στον νεαρό και δύσπιστο Ραφαέλ ο Μάικ, όταν ο μικρός τού λέει πως έχει ονομάσει έτσι τον πετεινό του. Ως συνήθως, ο ιστγουντικός ήρωας σιχαίνεται τις περιττές κολακείες, τη ζαχαρένια συμπεριφορά των ενηλίκων απέναντι στα παιδιά και τα πολλά λόγια. Παρατηρεί, τόσο με απόσταση όσο και με συγκατάβαση, σαν να υποτιμά το επιπόλαιο πάθος και τη βλακεία που προκύπτει από την άμυαλη αδρεναλίνη (σαν να την έχει πληρώσει ήδη ακριβά, σαν παλιά αμαρτία που τον στοιχειώνει, αλλά συν τω χρόνω την έχει ξεπεράσει) και επεμβαίνει με καίριες κινήσεις, όποτε δεν αφήνει τους άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Αυτήν τη φορά, ως και ο κόκορας του Ραφαέλ έχει περισσότερη δράση από τον γηραιό θρύλο των γουέστερν και της περιπέτειας. Αναγνωρίζει τους αναγκαστικούς περιορισμούς της ηλικίας, αν και πιστεύει πως ποτέ δεν είναι αργά για ένα ειλικρινή έρωτα.

 

Ακόμα όμως και για ιστορία που εξελίσσεται το 1979, πολλά στοιχεία της διαπνέονται από αφέλεια και απλοϊκότητα. Ο λιτός λυρισμός του Ίστγουντ σίγουρα βοηθά, αλλά οι μεταβάσεις των σκηνών γίνονται μηχανικά και μερικές σκηνές τού ξεφεύγουν τελείως, όπως εκείνη της συνάντησής του με τη μητέρα του Ραφαέλ στο Μεξικό, ένας από τους πιο αδύναμους γυναικείους χαρακτήρες στη φιλμογραφία του. Στο American Sniper, την καλύτερη και πιο παρεξηγημένη ταινία της πρόσφατης φάσης της καριέρας του, ο σπουδαίος δημιουργός κατεδάφισε τον μύθο του Αμερικανού πολεμιστή, αντιπαραβάλλοντας το ταλέντο ενός άριστου σκοπευτή χωρίς στρατιωτικό background με τη βρόμικη εφαρμογή του, στην υπηρεσία ενός ακόμη πολέμου που ισοπεδώνει την καθαρή έννοια του πατριωτισμού.

 

Στο Cry Macho άλλος ένας άνδρας, κι αυτός με τη σειρά του απόηχος του καλά καταγεγραμμένου αρχέτυπου που ο Ίστγουντ προσωπικά έχει θίξει σε όλη του τη διαδρομή, ο οποίος έμαθε να ζει στο περιθώριο του κράτους (ως γνήσιος libertarian) και καλλιέργησε την κλίση του, ψάχνει, έστω και αργά, την ταυτότητά του και το concept της Αμερικής που έχει στο μυαλό του μέσα από τους ανθρώπους μιας χώρας που ψάχνουν την πρώτη ευκαιρία να αποδράσουν, με τυχαία, αλλά ευλογημένη αφορμή την διεκπαιρεωτική αποστολή της αρπαγής ενός αγοριού. Είναι κρίμα που η δραματουργία αυτού του ενδιαφέροντος διαλόγου ανάμεσα στις δύο κουλτούρες (και μαζί τις δυσθεώρητα διαφορετικές ηλικίες) μένει σε μια παράθεση ιδεών μέσα από στεγνούς διαλόγους και άνισους χαρακτήρες.