Το πορτρέτο της πρόωρα χαμένης Έιμι Γουάινχαουζ, που τόσο αναμενόμενα αναστάτωσε τον πατέρα της, δείχνει τις προθέσεις σεβασμού στη σπουδαία ερμηνεύτρια, όταν προβάλλει ανάγλυφα τους στίχους της κάθε φορά που τη δείχνει να χύνει την ψυχή της στα τραγούδια της: με αυτό τον τρόπο προτιμά την ουσία, αφού η Βρετανίδα καλλιτέχνις εμφατικά δήλωνε πως το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να φτιάχνει τραγούδια, στίχους και μουσική, ενθαρρύνοντας τα media να την αφήσουν ήσυχη. Μια βασικά ντροπαλή γυναίκα, με ασταθή ζωή, αυτοκαταστροφικές επιλογές και πολλές ανασφάλειες, η Γουάινχαουζ απεικονίζεται ως ειδική περίπτωση δημιουργού που θα άξιζε μια χαμηλού προφίλ πορεία σε τζαζ κλαμπ και αφοσιωμένο κοινό αντί για τη θορυβώδη καριέρα που ακολούθησε, δυστυχώς για σύντομο χρονικό διάστημα. Επωφελούμενος από τη σύγχρονη ευκολία οπτικοακουστικής καταγραφής, ο Καπάντια είχε πρόσβαση σε προσωπικές εικόνες, ένα αποσπασματικό, αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, σαν home movie σε εξέλιξη, που φωτίζει τις άγνωστες, πεζές, αλλά χαρακτηριστικές για τον ψυχισμό της Έιμι στιγμές, όπως τις αποτύπωσαν η ίδια και οι φίλοι της, μαζί με την ενορχηστρωμένη καταδίωξη από τα media, την εποχή της παρατεταμένης κατάρρευσής της. Ωστόσο, λόγω της καλλιτεχνικής επιδίωξης του ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, τα προσωπικά, που λόγω δημοσιότητας δεν είναι ακριβώς και απόρρητα, ισορροπούν αβίαστα με τα επαγγελματικά της βήματα, από τη δειλή αρχή μέχρι το τραγικό φινάλε. Η Γουάινχαουζ ανασύρεται νικήτρια από τα συντρίμμια της ζωής της, όχι ως ήρωας, όπως οι κλασικοί και πιο μυστηριώδεις αναχωρητές του ροκ που ανήκουν στο δυσοίωνο κλαμπ των 27άρηδων νεκρών (τύπου Μόρισον και Χέντριξ), ούτε ακριβώς θύμα, όπως η Νταϊάνα. Η διάχυτη μουσική και η σπάνια, πάντα πονεμένη της περφόρμανς τη δικαιώνουν.