Σε πολλά βιβλία ιστορίας κινηματογράφου έχει σημειωθεί πως ένα από τα ατού που είχαν οι κωμωδίες της βωβής περιόδου ήταν η προθυμία πρωταγωνιστών και κομπάρσων να κάνουν πράγματα που ξεπερνούσαν το όριο της πραγματικότητας, δίνοντας έτσι στο νέο μέσο τη γοητεία του μαγικού.

 

Η κωμωδία στην πορεία παραμένει λαοφιλέστατη, άλλαξε όμως προτεραιότητες, επιστρέφοντας στις ρίζες μόνο αν υπήρχαν οι κατάλληλοι κλόουν που θα μετατρέπονταν σε εργαλεία ενός ανεξέλεγκτου χάους. Το 1988, τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί και πρωτοκλασάτα ονόματα την εποχή που γυρίστηκε η ταινία βγήκαν εκτός ορίων για να απογειώσουν μια κωμωδία που έχει τις βάσεις της σε αυτή την ανεξάντλητη ενέργεια του slapstick και στη σουρεαλιστική πλαστικότητα χαρακτήρων καρτούν (σαν να βλέπεις Looney Tunes με πραγματικούς ανθρώπους).

 

Η Γουάντα, γραμμένη από τον Τζον Κλιζ, που κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο ενός σοβαροφανούς Λονδρέζου που έχει σιχαθεί τους σοβαροφανείς Λονδρέζους, προσθέτει πάνω σε αυτές τις βάσεις το σεξ, τη λαϊκή κόντρα Βρετανών και Αμερικανών, μια κομπίνα που περισσότερο μοιάζει με δικαιολογία για όσα γίνονται, ενυδρεία και τηγανητές πατάτες στη μύτη, βγάζοντας διαρκώς τη γλώσσα στους πάντες, παραμένοντας δικαίως ως σήμερα ένα classic του είδους.