Αν το «Guilty» είχε έναν αστυνομικό της γραμμής βοηθειών της αστυνομίας που αναζητούσε τη λύτρωση για ένα παλιό του κρίμα και κατέληγε να παίρνει αποφάσεις ηθικά συζητήσιμες, το «Sons» έχει στο επίκεντρο της δράσης του επίσης μια δημόσια λειτουργό, μια υπάλληλο σωφρονιστικού ιδρύματος συγκεκριμένα, που αναζητά κάθαρση προσωπική, (νομίζει πως) τη βρίσκει στο πρόσωπο ενός νέου κρατούμενου και προχωρά σε μια σειρά από ηθικά και νομικά συζητήσιμες επιλογές για να την αποκτήσει.

 

Η σύγκρουση της προσωπικής επιθυμίας και του επαγγελματικού καθήκοντος, οι εξωτερικοί και, κυρίως, οι εσωτερικοί παράγοντες που προσδιορίζουν και καθορίζουν τα παράγωγα της ελεύθερης βούλησης είναι θεματικές που ταλανίζουν τον Σκανδιναβό δημιουργό Γκούσταβ Μόλερ, ο οποίος επιλέγει να τις διερευνήσει μέσα από το σινεμά είδους – και για εμάς άριστα κάνει. Αν, όμως, στο «Guilty» το ίδιο το concept, ο περιορισμός του χώρου κι ένα σενάριο συναρπαστικών (αν και όχι πάντα πιστευτών) ελιγμών εξυπηρετούσαν το ψυχολογικό σασπένς που επιδιώκει να υφάνει, εδώ δεν έχει σκαρώσει ίντριγκα αντίστοιχα συναρπαστική, πιθανότατα το γνωρίζει κι ο ίδιος, γι’ αυτό καταφεύγει περισσότερες από μία φορές στο λυσάρι του οπτικού σοκ, που μόνο πρόσκαιρο κλονισμό μπορεί να προκαλέσει στην ηρεμία του θεατή, όταν δεν αξιοποιείται ως δραματική κορύφωση ή ως μέσο διόγκωσης της αγωνίας – υπό την έννοια ότι ο θεατής αγωνιά ή φοβάται για το επόμενο ξέσπασμα. 

 

Διαθέτει, όμως, μια εξαιρετική πρωταγωνίστρια, που κοινωνεί όσες συναισθηματικές διακυμάνσεις δεν φανερώνει το σενάριο, καθώς κι ένα τελευταίο μέρος που καταδεικνύει τις πλημμέλειες του συστήματος, την αδυναμία του να ενθαρρύνει τη δεύτερη ευκαιρία –έστω κι αν αποκαλούμε τις φυλακές «σωφρονιστικά» ιδρύματα και όχι κολαστήρια– αλλά και μια τελική σκηνή καίριου συμβολισμού, δηλωτικού της λεπτής γραμμής στην οποία καλούμαστε να ισορροπήσουμε καθημερινά.