Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στις κινηματογραφικές εκκλησιές της Ρώμης: αθώες και άβγαλτες κορασίδες από την Αμερική ταξιδεύουν για να δεθούν στενότερα με το Θείο και δόλιοι ιερείς τούς αλλάζουν κυριολεκτικά την πίστη − τα έπαθε η «Άσπιλη» πολύ πρόσφατα, τα ίδια και χειρότερα στον «Πρώτο Οιωνό». Επίσης, αν και βρισκόμαστε στο 1971, τη χρονιά που οι κοινωνικές διεκδικήσεις θεριεύουν και ο κόσμος απομακρύνεται δραστικά από το δόγμα, στις ντίσκο αντιλαλεί το «Rumore» της Ραφαέλα Καρά και το «Ma Baker» των Boney M, μεγαεπιτυχίες από το 1976-77. Λεπτομέρειες, θα πείτε, και αν πρέπει να εξηγήσουμε τον αναχρονισμό, σε σχέση με κάποιο καπνισμένο ροκ υπόγειο, είναι πιο θελκτική η εικόνα μιας ωραίας κοπέλας να βάφεται και να ντύνεται στραφταλιστή στην έξοδό της σε μια ρωμάνικη ντισκοτέκ εκείνη την εποχή. Ο λόγος που η δράση τοποθετείται αυστηρά στην αρχή των ‘70s είναι η αναγκαστική σύνδεση του «Πρώτου Οιωνού» με την «Προφητεία» του 1976, το μοναδικό μεταφυσικό horror που ανταγωνίστηκε ευθέως σε εμπορικό αντίκτυπο τον «Εξορκιστή» του 1973. Ήταν τόσο μεγάλο το ενδιαφέρον για την ταινία του Ρίτσαρντ Ντόνερ, που συνοδεύτηκε με αντίστοιχη μυθολογία ανεξήγητων ατυχημάτων πριν και μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, από ηλεκτρολόγους που πέθαιναν μυστηριωδώς μέχρι την αυτοκτονία του γιου του πρωταγωνιστή, Γκρέγκορι Πεκ, ο οποίος λέγεται πως δέχτηκε να συμμετάσχει για να παραμερίσει προσωρινά το πένθος του − μάλιστα, το όνομα Damien σταμάτησε να δίνεται σε παιδιά, για να μην παραπέμπει στον ανήλικο δαίμονα της ταινίας. Ανεξάρτητα από την παρασκηνιακή φιλολογία, η «Προφητεία» υπήρξε ένα καλό παράδειγμα mainstream τρόμου, με τη στιβαρή παρουσία του κατεξοχήν άκαμπτου χολιγουντιανού σταρ στον ολόσωστο ρόλο του Αμερικανού διπλωμάτη που αρνείται πεισματικά να δεχτεί την αποτρόπαιη αλήθεια για τον υιοθετημένο γιο του, καθώς και αρκετές εντυπωσιακές σκηνές, στο νεκροταφείο με τα μανιασμένα ροτβάιλερ, το τζάμι που έστησε καραούλι στον δύσμοιρο Ντέιβιντ Γουόρνερ, αλλά και δυο περιπτώσεις που η σκηνοθέτις του «Πρώτου Οιωνού», Αρκάσα Στίβενσον, θεώρησε σωστό να ξεπατικώσει σχεδόν αυτούσιες, τη θεαματική βουτιά στον θάνατο από το παράθυρο (αν και σε άλλο context) και τη βραβευμένη με Όσκαρ μουσική του Τζέρι Γκόλντσμιθ, και πιο συγκεκριμένα το κεντρικό τραγούδι, «Ave Satani», τον χορωδιακό παιάνα για τον ερχομό του αντίθεου. 

Η Στίβενσον προέρχεται από το τηλεοπτικό horror και εδώ κάνει το ντεμπούτο της στο σινεμά, επιθυμώντας, όπως έχει η ίδια δηλώσει, όχι να παίξει με τους κώδικες του είδους, αλλά να καναλιζάρει το πνεύμα της κινηματογραφικής σπουδής χαρακτήρων εκείνης της δεκαετίας, με την «Εξαφάνιση» του Άλαν Πάκουλα και την ψυχο-θρίλερ πλευρά του στο επίκεντρο. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής της είναι να μη συμβαίνει σχεδόν τίποτε το συνταρακτικό στα πρώτα 40 λεπτά, μετά το «χτύπημα» στον Τσαρλς Ντανς στην αρχική σεκάνς. Όπως ακριβώς και στην «Άσπιλη», το θέμα είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση του τεράστιου «ιταλικού» λάθους της νεαρής Αμερικανίδας και η εισχώρησή της σε ένα ρασοφορεμένο δίκτυο, που εδώ είναι σατανικό, εκτός από δόλιο. Δεσμευμένη από το πλαίσιο ενός sequel που φιλοδοξεί, αν το θέλει και το κοινό, να γεννήσει συνέχειες, η Στίβενσον φτιάχνει μια καλλιτεχνίζουσα «Προφητεία» με τη «Σουσπίρια» του Γκουαντανίνο στο μυαλό της, και κυρίως εκτελεί πιστά τα σημεία των καιρών της, μεταφέροντας το Κακό στους όρους του #MeToo: η ανύποπτη Μάργκαρετ (η Βρετανή Νελ Τάιγκερ Φρι, που στον αντίποδα της scream queen performance της Σίντνεϊ Σουίνι πασχίζει να παρακολουθήσει τι γίνεται, και στη μεγάλη της στιγμή κοπιάρει το εξωπραγματικό σόλο της Ιζαμπέλ Ατζανί στο «Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη») είναι το θύμα μιας μακράς αλυσίδας πατριαρχίας που εκμεταλλεύεται και βιάζει, και που αντιμετωπίζεται μόνο με γυναικεία αλληλλεγγύη, αμοιβαία εμπιστοσύνη και καραμπίνα και νυστέρι, αν χρειαστεί, μπροστά στον απέθαντο εχθρό. Με δυο twists και πολλά εμβόλιμα προαισθήματα και φαντασιακές αυθαιρεσίες να διακόπτουν το στόρι, ο «Πρώτος Οιωνός» υποπίπτει στο ίδιο αμάρτημα που βύθισε την επανεκκίνηση του «Εξορκιστή» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν στην ανυποληψία, δηλαδή την πτώση τάσης στο διακύβευμα, την ελλειμματική πρωτοτυπία σε σχέση με τον υψηλό πήχυ των original σημείων αναφοράς, και, τελικά, το απλό συμπέρασμα πως είναι μια ανεπαρκής ταινία, που καθυστερεί και χάσκει εκεί που πρέπει να τρέχει και να βρυχάται.