Στην εισαγωγή της ταινίας μια εξέγερση εργαζομένων μοντάρεται παράλληλα με μια συνεδρία φυσιοθεραπείας της Λέιλα, που έχει πρόβλημα με τη μέση της. Σαφής ο παραλληλισμός, σε πρώτο επίπεδο η ράχη της Λέιλα πονά επειδή πρέπει να «κουβαλήσει» το άχθος τεσσάρων αχαΐρευτων αδελφών αλλά και ενός «μεγαλομανούς» πατέρα που ονειρεύεται ότι θα γίνει ο αρχηγός μιας ευρύτερης εγκληματικής οικογένειας, τώρα που ο ξάδελφός του τα τίναξε. Σε δεύτερο επίπεδο, η γυναίκα στηρίζει και κουβαλά με τον καθημερινό της μόχθο τις επιθυμίες και τα «παιδιαρίσματα» των αρσενικών σε μια ταινία τόσο αντιπατριαρχικών όσο και αντικαπιταλιστικών διαθέσεων, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια.

 

Καλά όλα αυτά, υπάρχει, ομολογουμένως, κι ένα σενάριο ηθογραφικής χροιάς και σχετικά σύνθετης πλοκής που έκαναν κάποιους να παραλληλίσουν το φιλμ με εκείνα του Φαρχαντί. Όμως, τα σενάρια του Φαρχαντί κρύβουν μικρά μυστικά εδώ κι εκεί, αφήνουν πάντα κρυφό ένα μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας που υπονοείται και δεν δηλώνεται στις πολυσήμαντες σκηνές του σινεμά του. Στο αδιανόητα ανοικονόμητο Leila’s Brothers ‒δεν πρέπει να συγχέουμε την οικονομία με τη διάρκεια μιας ταινίας, εδώ τυχαίνει η μεγάλη διάρκεια να συμπίπτει με την κινηματογραφική περιττολογία‒ αυτό που φαίνεται, αυτό είναι, δεν υπάρχει τίποτε από πίσω. Είναι μια ταινία που σου κοπανάει το μέτωπο με τα προφανή, επαναλαμβανόμενα «μηνύματά» της, με αποκορύφωμα τη μακροσκελή σεκάνς του πάρτι της ανακοίνωσης του νέου αρχηγού, όπου ο Ιρανός δημιουργός επιχειρεί κάτι σαν σατιρική εκδοχή βισκοντισμού, με τον φακό να κινείται «αριστοκρατικά» σε ένα λούμπεν περιβάλλον ‒ μόνο που ξέρετε τι λένε για τα μεταξωτά βρακιά. Γενικότερα, καλό είναι να υπάρχει και μια αίσθηση του γούστου και του μέτρου, που εδώ εμφανώς απουσιάζει όπως καταλαβαίνουμε τόσο από τις μελοδραματικές εξάρσεις, που παραπέμπουν σε υστερική σαπουνόπερα, όσο και από τον χοντροκομμένο τρόπο κατάδειξης της αρσενικής εξαχρείωσης και αθλιότητας.