Σαν καλός δημοκρατικός και σκεπτόμενος πολίτης, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ κάνει το καθήκον του και αποκαλύπτει μια χαίνουσα πληγή που ήδη γνωρίζουμε, την Αμερική της χαμένης αρετής. Ευτυχώς δεν σκηνοθετεί μια πατριωτική ταινία και, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στον Πάκουλα και τον Πόλακ και τους άλλους απαλούς αμφισβητίες της δεκαετίας ανάμεσα στο ‘65 και το ‘75, θέτει ερωτήσεις αντί να βιαστεί και να απαντήσει σε θέματα που τρέχουν και δεν μπορούν να λυθούν σε ένα δίωρο ή σε μια κουβέντα ή, όπως διαφαίνεται και από τον προβληματισμό του, με μια ταινία.

Το Λέοντες αντί Αμνών δεν έχει φινάλε. Αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα, αλλά και τα διλήμματα για όσους τα έχουν. Ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής προσπαθεί να πουλήσει με την κροκοδείλια γοητεία του μια στρατιωτική λύση επέμβασης στο Αφγανιστάν σε μια λαμπρή δημοσιογράφο, που όμως καταλαβαίνει πως αν γράψει αυτολεξεί την κατευθυνόμενη και κίβδηλη ιστορία που της αφηγήθηκε, θα υπερβεί ακόμη και τα αυτά τα όρια του συνωμοτικού επαγγελματισμού της. Ο καθηγητής προσπαθεί να πείσει τον τεμπέλη, πανέξυπνο φοιτητή του, πως η απουσία του δεν τον τιμά, και πως η μηδενιστική θεώρηση της i-pod generation καταλήγει στη μαλθακή επανάσταση του καναπέ. Ενδιάμεσα, δύο άλλοι φοιτητές αποφασίζουν πως ο μοναδικός τρόπος να αναλάβουν πολιτική δράση είναι να καταταγούν και να πολεμήσουν (λαμβάνουν μέρος στη στρατιωτική αποστολή που εμπνεύστηκε ο γερουσιαστής και το επιτελείο του και καταλήγουν στη μέση του πουθενά, τραυματισμένοι και έκθετοι στον κίνδυνο).

Η ταινία διαδραματίζεται σε μια μέρα και, με τρεις ιστορίες που συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα, πλέκει μια διελκυστίνδα επιχειρημάτων και θέσεων, αναμφισβήτητα ορθών και έγκυρων. Δεν κατάλαβα ωστόσο τι προσπαθεί να προκαλέσει. Την ενημέρωση για έναν κίνδυνο ή το κάλεσμα στα όπλα; Αν το αφήνει στην κρίση μας, τότε μας απομακρύνει, λόγω τοπικότητας του θέματος. Η συγκεκριμένη κατάσταση αφορά τους Αμερικανούς και η ποθούμενη οικουμενικότητα δεν μεταδίδεται. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος υποδύεται έναν ακαδημαϊκό, είναι κατά βάση ένας ακαδημαϊκός σκηνοθέτης, και αν δεν έχει να πει μια ιστορία με πλοκή και σαφείς συντεταγμένες (όπως στο Συνηθισμένοι Άνθρωποι και τοQuiz Show), παραπαίει σε στατικό χειρισμό και ασχολείται συμμετρικά με την, ομολογουμένως, πολύ καλή σεναριακή δομή του Κάρναχαν. Για να μιλήσει τόσο συγχρονικά για ένα ζήτημα που ζεματάει και εξελίσσεται, θα έπρεπε ίσως να έχει υπόψη του την οικουμενικότητα και το γενικότερο δράμα. Στο ευγενές Λέοντες αντί Αμνών, τα γεγονότα είναι σαν να τα έχουμε ξαναδεί γιατί οι πληροφορίες δεν προσθέτουν τίποτε καινούργιο.

Από την ταινία, αξιοπρόσεχτος είναι ο Τομ Κρουζ, πάντα εξαιρετικός όταν παίζει τον κάλπη (όπως στο Μανόλια, σε άλλον τόνο) και η Στριπ με τις ανάγλυφες αντιδράσεις της.