Με μια εντελώς διαφορετική προσθήκη στο τρέχον «αφήγημα» του #metoo, ο Γιώργος Λάνθιμος με την Ευνοούμενη σχολιάζει τη θριαμβευτική και πικρή εκδίκηση τριών γυναικών σε ανταγωνιστικές θέσεις, με βάση την αληθινή ιστορία της βασίλισσας Άννας της Αγγλίας, της στενής της συμβούλου Σάρα Τσέρτσιλ και της εξαδέλφης και υπηρέτριας Άμπιγκεϊλ.
Προς τα τέλη του 17ου αιώνα, η Άννα, χήρα, σωματικά εξαντλημένη από 17 γέννες και αντίστοιχες απώλειες των παιδιών της, ένα κουβάρι από το συναισθηματικό κενό, τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις και την αυξανόμενη εξάρτησή της από τη σκιώδη ισχυρή γυναίκα που δεν την αφήνει λεπτό από κοντά της, την παιδική της φίλη Σάρα, παραπαίει ανάμεσα στις ασθένειες που την ταλαιπωρούν και την ανάγκη της για χαρά και ευχαρίστηση.
Στο προσκήνιο εμφανίζεται η Άμπιγκεϊλ, μια όμορφη νέα γυναίκα, εξαδέλφη της Σάρα, η οποία διεκδικεί μια θέση στην αυλή πέρα από την άχαρη καθημερινότητα της υπηρέτριας γενικών καθηκόντων ‒ μάλιστα, ισχυρίζεται πως ήταν κάποτε κυρία με εκπαίδευση, αλλά εξέπεσε η οικογένειά της και αναγκάστηκε να ξεκινήσει από την αρχή.
Ο Γιώργος Λάνθιμος χωρίζει σε κεφάλαια το θαυμάσιο, ζουμερό σενάριο των Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι Μακναμάρα και υιοθετεί αμέσως μια λοξή ματιά προς το πρωτόκολλο, το γνωστό pomp and circumstance της βρετανικής αυλής.
Ο Γιώργος Λάνθιμος χωρίζει σε κεφάλαια το θαυμάσιο, ζουμερό σενάριο των Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι Μακναμάρα και υιοθετεί αμέσως μια λοξή ματιά προς το πρωτόκολλο, το γνωστό pomp and circumstance της βρετανικής αυλής, συχνά αντιμετωπίζοντάς το όπως του πρέπει, δηλαδή σαν τσίρκο υποκρισίας που περισσεύει και προδοσίας που καιροφυλακτεί, όχι όμως με τους όρους του θρίλερ εποχής, αλλά ως μαύρη κωμωδία (κακών) τρόπων, μια σοβαρή φάρσα βγαλμένη μέσα από την ενδυματολογική πολυτέλεια του Μπάρι Λίντον (τρομερά τα κοστούμια της τρις οσκαρούχου Σάντι Πάουελ) και ποτισμένη με βιτριολικό, ενίοτε αναχρονιστικά μοντέρνο χιούμορ ‒ όταν ο όμορφος αριστοκράτης (Τζο Άλγουιν) ανοίγει απρόσκλητος και ξαναμμένος την πόρτα της ταπεινής κάμαρας της Άμπιγκεϊλ (Έμα Στόουν, που το διασκεδάζει τρελά), εκείνη τον ρωτά «ήρθες να με ξελογιάσεις ή να με βιάσεις», αυτός απαντά, «μα, είμαι gentleman» κι εκείνη του απαντά, με παιγνιώδη ερωτική εγκατάλειψη, «ορίστε, βίασε με λοιπόν!»
Χρησιμοποιώντας αναμορφικούς φακούς για να δώσει έμφαση στον απροσδιόριστα μεγάλο χώρο σε σχέση με τη μοναξιά και την έλλειψη οικειότητας των «κατοίκων» του, ο Λάνθιμος προσθέτει το δικό του τονικό remix σε μια ιστορία θηλυκών θυμάτων τα οποία αποκτούν εξουσία διαφορετικών ταχυτήτων, έντασης και διάρκειας.
Η Άννα βρίσκεται μια ζωή στην κεφαλή, αλλά δεν μοιάζει άνθρωπος στη θέση του οδηγού, δηλώνοντας αδυναμία να επιμείνει στις όποιες πρωτοβουλίες της. Η μοναδική άδολη συντροφιά της είναι τα 17 κουνέλια που ζουν σε κλουβιά στο υπνοδωμάτιό της, τα σύμβολα της αθωότητας και της αναπαραγωγής, που ισοδυναμούν με τα παιδιά που έχασε, σαν θλιβερή υπενθύμιση της βασιλικής ανημπόριας της.
Η Σάρα είναι ευγενής και δολοπλόκος, εκμεταλλεύεται και παρατηρεί τους αντιπάλους σαν ζώο που οσμίζεται τον εχθρό, αν και για λίγο υποκύπτει στα μεγάλα, παραπλανητικά μάτια της Στόουν/Άμπιγκεϊλ. Η προσωρινή της χαλάρωση, ωστόσο, είναι και το μεγάλο της λάθος. Η μικρή παίρνει θάρρος και χώρο και καταλαβαίνει πως το σεξ δεν είναι τίποτε άλλο από το κρίσιμο εργαλείο για την επιβίωση.
Κατά τύχη, αντιλαμβάνεται την παθιασμένη σχέση της Άννα με τη Σάρα και πλοηγείται με προσεκτικές κινήσεις. Και η δουλειά του Λάνθιμου είναι να εντοπίσει τη μεταστροφή των θυμάτων σε χειριστικές προσωπικότητες και να απελευθερώσει το χιούμορ που στριμώχνεται στις χαραμάδες του κρυφού σεξ και των υπολογισμένων ανατροπών. Μη γελιέστε όμως: τη θεατρική υφή και τη μυθιστορηματική δομή τις μετατρέπει σε καθαρή κινηματογραφική απόλαυση με κορυφαίες ερμηνείες.
Με το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας και 10 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, η Ευνοούμενη, ένα σπάνιο κράμα κλασικής και σύγχρονης ταινίας.
Η Ολίβια Κόλμαν, που μάλιστα θα υποδυθεί τη βασίλισσα Ελισάβετ στις δύο επερχόμενες σεζόν του «The Crown» (η Ελισάβετ, τελικά, δεν διδάχτηκε τίποτε από την Άννα, είπε στη συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ Βενετίας), είναι καταπληκτική, μεταδίδοντας σοκ και δέος, μια κακιά και κακομοίρα μαζί, που μέχρι την τελευταία στιγμή παίζει σαν μεγάλο μωρό με την κατάθλιψη και την ανικανότητά της, αλλά και με το χρίσμα της εκλεκτής/ευνοούμενης (favourite) που καλείται να δώσει στις δύο βοηθούς και ερωμένες της.
Δίπλα της, η Ρέιτσελ Βάις και η Έμα Στόουν στροβιλίζονται σαν σκαμπρόζες πυγμάχοι, ενώ τα αγόρια, ο Τζο Άλγουιν και ο Νίκολας Χουλτ, ντυμένοι και πουδραρισμένοι σαν κοκότες της αυλής, λειτουργούν ως υποχείρια που νομίζουν πως κάτι κάνουν, ενώ, στην ουσία, κρατούν κρυφο-γυναικείους ρόλους.
Οι πολύπλοκες, σύνθετες σχέσεις των τριών γυναικών αναπτύσσονται σε γραμμική αφήγηση στην Ευνοούμενη και, ενώ απουσιάζει ο σουρεαλισμός του Ευθύμη Φιλίππου (για πρώτη φορά δεν συνεργάστηκε με τον Λάνθιμο στο σενάριο), ο Έλληνας σκηνοθέτης δείχνει για μια ακόμη φορά την άνεσή του στους χαρακτήρες, την πλοκή αλλά και την εποχή, που, όπως σωστά είπε και ο ίδιος, του δίνει μια άλλη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων και έκφρασης με τη δεδομένη απόσταση από τις παγίδες της σύγχρονης γλώσσας.
Η ταινία ποντάρει στις συμπεριφορές σε πρώτο επίπεδο κι αυτό την καθιστά προσβάσιμη και ας πούμε τολμηρά ανάλαφρη ‒ λεσβία βασίλισσα, σκάνδαλο!
Ωστόσο, οι υποψήφιες υπαρχηγοί και η τυπική προϊσταμένη τους είναι ένα πρωτότυπο σχήμα καθαρής μητριαρχίας, όπου το αφεντικό δεν έγινε ποτέ πραγματική μητέρα και οι κληρονόμοι απειλούνται από τον πόλεμο και τους επιβήτορες, πασχίζοντας να επιβάλουν τα δικά τους παιχνίδια εξουσίας σε ένα στείρο και φαύλο περιβάλλον που τις υπονομεύει και τις προσβάλλει.
Εκτός από την προφεμινιστική μονομαχία, ένας ακόμη πόλεμος, ανάλογος του Brexit, διεξάγεται στο υπόστρωμα της ταινίας: και πάλι ο Λάνθιμος αντιμετωπίζει την σύνδεση με την επικαιρότητα με σαρδόνιο χιούμορ, όταν η Άννα λιποθυμά στην πολιτική της παρέμβαση, υπεκφεύγοντας μπροστά στη ευθύνη που καλείται να αναλάβει και στους υπουργούς που ετοιμάζονται να την κατασπαράξουν, σίγουροι για την επική ανικανότητά της.
Με το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας και 10 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, ανάμεσα στις οποίες καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας για τον Λάνθιμο, για το σενάριο και τις τρεις γυναικείες ερμηνείες, αλλά και το υποδειγματικό μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, η Ευνοούμενη, ένα σπάνιο κράμα κλασικής και σύγχρονης ταινίας, διαχρονικής, με αβίαστα ενσωματωμένες αναφορές, είναι αναμφισβήτητα μία από τις κορυφαίες ταινίες της χρονιάς και το ταλέντο του Έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος αφομοίωσε με τον ιδεωδέστερο τρόπο όλες τις τεχνικές αφήγησης από την πρακτική του (τόσα χρόνια στη διαφήμιση και τα μουσικά βιντεοκλίπ) για να την ξεκλειδώσει πλέον με άνεση σε οποιοδήποτε θέμα τον ιντριγκάρει, απογειώνεται σε μια συναρπαστική τροχιά!
Η μαλλον αυτο ειναι το ελλατωμα που εχει αφησει η seriesμανια στο σινεμα...
Ομως η τεχνη ειναι οπως η σχεση φιλιας κι αγαπης, πρεπει να μπεις ενεργα στο παιχνιδι , να μην περιμενεις τα ετοιμα, αυτα τα βρισκει κανεις στα βιπερακια και σε μορφες που δεν απαιτουν τιποτα εκτος απο το χρονο που ετσι κι αλλοιως ειναι χαμενος.
Αυτο δε σημαινει οτι οτι ονομαζεται τεχνη ειναι αυτο που δηλωνει. Το θεμα ειναι τι κριτηρια εχει αυτος που κρινει, τι γνωσεις, προσδοκιες, τριβη πανω στο αντικειμενο κλπ.
Το να δει κανεις τεχνη ειναι πολυπλοκο θεμα.
Και ως συνηθως:
Οσοι ειναι εξω απ το χορο, (δημιουργια) πολλα τραγουδια ξερουν...
Ο απαιτητικότατος θεατής είναι ό,τι καλύτερο για κίνητρο για οποιονδήποτε ασχολείται με τον κινηματογράφο. Αυτός πρέπει να είναι το target group. Δεν ισχύει για πληθώρα των σκηνοθετών.
Ο ενημερωμένος, συνειδητοποιημένος ως προς τι πάει να παρακολουθήσει και με υγιή κριτική στάση θεατής θα έπρεπε να είναι ο μέσος όρος του κινηματογραφικού κοινού. Δεν ισχύει για τον Έλληνα θεατή.
Το ό,τι ο Λάνθιμος είναι Έλληνας και πετυχαίνει στις απανταχού κορυφαίες κινηματογραφικές «αρένες» είναι τόσο φυσικό να προκαλεί χαρά και ευχαρίστηση στους Έλληνες, όσο και η επιτυχημένη πορεία του Αντετοκούμπο στο ΝΒΑ, ή του Τσιτσιπά στα διεθνή τουρνουά τένις ή η αντίστοιχη του Δασκαλάκη στο ΜΙΤ.
Σας ρωτώ,λοιπόν: που είναι ο Λάνθιμος σ' αυτό που είδα;
Είναι μεν καλογραμμένη,καλοπαιγμένη,γενικώς καλογυρισμένη,ΑΛΛΑ,η ευνοούμενη(σκόπιμα με μικρό ε)δεν έχει σχεδόν κανένα από τα χαρακτηριστικά του σινεμά που έκανε μέχρι και το Ελάφι(σκόπιμα με κεφαλαίο Ε),με βασικό τον τρόπο ερμηνείας των ηθοποιών,οι οποίες παίζουν τόσο φυσικά και ανθρώπινα που...δικαιολογούν τις υποψηφιότητες τους στα όσκαρ(και τον χαρακτηρισμό τους ως ανθρώπινα όντα,επίσης)!!!
Η αλήθεια που δεν βλέπω να παραδεχόμαστε είναι πως ο Έλληνας δημιουργός(εκών άκων;)έβαλε πολύ νερό στο ιδιαίτερο κρασί του,σε σημείο να μη μπορείς να καταλάβεις αν βλέπεις Λάνθιμο ή frears ή aronofski ή pasolini ή bunuel ή gilliam ή coen.
Που πήγε το weird wave; Αν υπήρξε ποτέ...
Μόνο μερικά πικάντικα αστεία για το σεξ(επιπέδου ανδροπαρέας λυκείου,στα οποία μόνο εγώ γελούσα στην αίθουσα,αν κι 40άρης...)και κάποιες τραβηγμένες απ' τα μαλλιά σουρεαλιστικές σκηνές,θυμίζουν τον Λάνθιμο του παρελθόντος,αλλά και πάλι δεν σώζεται ο wannabe(;) auteur.
Δυστυχώς,φαίνεται πως ο Λάνθιμος αλλοτριώθηκε από την ξένη(με την έννοια:οποιαδήποτε άλλη,πλην της δικής του)αφήγηση και έχασε ή ήθελε να χάσει το προσωπικό του στίγμα,πράγμα το οποίο εγώ,προσωπικά,δεν θεωρώ και τόσο κακό,διότι εμένα μόνο οι αγγλόφωνες του ταινίες μ' αρέσουν και είναι γενικά παρακολουθήσιμες...
Η ταινία ουσιαστικά είναι ένα κουτσομπολιό.Θα μπορούσε ο Λάνθιμος να μας έβγαζε για καφέ και να μας έλεγε(όχι να μας έδειχνε):λοιπόν,μάγκες ακούστε τί γινότανε στην βρετανική αυλή πριν κάτι αιώνες. Και ως τέτοιο,έχει την ίδια μοίρα με το θέμα της:την απολαμβάνεις όσο διαρκεί,την ξεχνάς αμέσως μόλις τελειώσει και αισθάνεσαι πως έχασες κομματάκι και τον χρόνο σου.
Η μόνη που εξέχει και κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση είναι η απολαυστική emma stone,στην καλύτερη μέχρι τώρα ερμηνεία της!
Υ.Γ 1 τώρα,πραγματικά φοβάμαι τον Κουαρόν.
Υ.Γ 2 η σκηνή με το κουνελάκι είναι ανησυχητικά ρεαλιστική...