Σε μια προσπάθεια να ανανεώσουν λίγο την κουρασμένη φόρμα της φεστιβαλικά καμωμένης ταινίας κοινωνικής ατζέντας, εσχάτως οι σκηνοθέτες φλερτάρουν με το είδος του θρίλερ ανανεώσουν τη συνταγή – υπάρχει και arthouse συνταγή, όχι μόνο χολιγουντιανή. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς εκπτώσεις στο όραμά τους, κάνουν το θέαμα πιο προσιτό σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο ίσως και να αφορούν ακόμα περισσότερο τα ζητήματα που πραγματεύονται, όπως ο εργασιακός αγώνας της ηρωίδας στο «Full Time» ή εκείνος της νεαρής στο «Γεγονός» για να μπορέσει να κάνει έκτρωση στη Γαλλία των ’50s.

 

Το Playground δεν δανείζεται τη φόρμα του θρίλερ σαν άλλες ταινίες αυτής της ανεπίσημης μέχρι στιγμής τάσης (πχ. το Boiling Point) αλλά διαθέτει την αίσθηση θρίλερ, δηλαδή εκείνη την (κλιμακούμενη) δυσφορία για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο χαρακτήρας και την αγωνία για το κατά πόσο θα καταφέρει να την ξεπεράσει.

 

Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ταινιών είναι ότι πετυχαίνουν την ευαισθητοποίηση μέσω της προσομοίωσης. Εκεί που το σύνηθες δείγμα arthouse κοινωνικού ρεαλισμού προσπαθεί να αναδείξει το κοινωνικό ζήτημα μέσω της παρατήρησης, αυτές οι ταινίες το επιχειρούν όχι απλώς μέσω της συναισθηματικής εμπλοκής αλλά προσπαθώντας να βάλουν τον θεατή στη θέση του παθόντα.

 

Το κοινωνικό ζήτημα που πραγματεύεται το Playground είναι ο σχολικός εκφοβισμός. Mε μια αισθητική κάπου μεταξύ του νταρντενικού προτύπου και της φλουταρισμένης απειλής του Γιου του Σαούλ, ο θεατής ακολουθεί τη Νόρα, μια ανήλικη μαθήτρια, από την πρώτη της μέρα στο σχολείο, με τον φακό καθηλωμένο πάνω της – αποκάλυψη η νεαρή Mάγια Βάντερμπεκ που δίνει ολοκληρωμένη, «ώριμη» ερμηνεία ανηλίκου, δεν της την «κλέβει» ο σκηνοθέτης με reaction shots. Καθώς οι μέρες περνούν, τόσο ο μεγαλύτερος αδελφός της όσο και η ίδια πέφτουν θύματα bullying. Η σύνθετη φύση του ζητήματος παρουσιάζεται χωρίς καλλωπιστικό φίλτρο, διδακτισμούς και ευχολόγια. Η λύση δεν δίνεται μέσω της δραματουργίας. Ναι, η ταινία ξεκινά με κλάμα και κλείνει με μια αγκαλιά, δίνοντας ενδεχομένως την εντύπωση ενός απλουστευτικού επιμυθίου, ότι η ρίζα του κακού εντοπίζεται στην απουσία της συναισθηματικής φροντίδας. Αυτή, όμως, είναι απλώς το πρώτο βήμα, δεν διασφαλίζει την εξάλειψη του φαινομένου, ούτε καν για τους ίδιους τους χαρακτήρες.

 

Η λύση κάλλιστα θα μπορούσε να προκύψει μέσω της συζήτησης που θα ανοίξει η ταινία. Αν οι ενήλικες σαν εκείνους στο φιλμ έχουν ξεχάσει ή έχουν επιλέξει να ξεχάσουν τη σχολική εμπειρία, κι αυτό εμποδίζει την κατανόηση της σοβαρότητας του ζητήματος ή/και τη διαχείρισή του, αυτή η ανά στιγμές εφιαλτική προσομοίωση ίσως συμβάλλει στην ενσυναίσθηση εκ μέρους τους και σε μια πιο ουσιαστική στάση τους απέναντί του. Και τα παιδιά με τη σειρά τους, που έχουν, όπως όλοι μας, την ανάγκη του ανήκειν και εύκολα μπορούν να ακολουθήσουν το ρεύμα του εκφοβισμού μαθητών που στοχοποιούνται, αντιλαμβάνονται τις συνέπειες που έχει αυτή η συλλογική συμπεριφορά για το θύμα μέσω της γλαφυρής κατάδειξης.

 

Το Playground είναι, σε πρώτο στάδιο, μια ταινία που πρέπει απαραιτήτως να παρουσιάζεται στα σχολεία και να την ακολουθούν πολύωρες συζητήσεις. Ακριβώς λόγω της βιωματικής της φύσης μπορεί να φέρει καλύτερα αποτελέσματα από διδακτικά βίντεο και κατηχήσεις – ανεξαρτήτως ηλικίας, σε κανέναν δεν αρέσει να του κουνάνε το δάχτυλο. Σε δεύτερο στάδιο είναι μια σύνθετη δημιουργία που ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός φεστιβαλικού θεάματος, προβληματίζει, «ψυχαγωγεί» μέσω της αισθητικής της –προσοχή, δεν «διασκεδάζει»‒ και πετυχαίνει έναν από τους βασικούς στόχους του σινεμά: να αφουγκραστούμε τον κόσμο γύρω μας, να ανακαλέσουμε προσωπικές μας εμπειρίες, να ξορκίσουμε τραύματα που απωθούμε και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε στους άλλους γύρω μας και κατ’ επέκταση να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.