Η επιστροφή της Άντρεα Άρνολντ οκτώ χρόνια μετά το American Honey έρχεται με μια ιδιαίτερη παραβολή ενηλικίωσης, που είναι ταυτόχρονα μπαλάντα της τραχιάς ζωής στην καρδιά της εργατικής τάξης και γλυκιά απόδραση σε έναν κόσμο φαντασίας. H 12χρονη Μπέιλι (Άνταμς) βρίσκεται ανάμεσα στον πατέρα της, τον Μπαγκ (ο Κιόγκαν σε μία ακόμη δυναμική εξερεύνηση του βρετανικού white trash), περισσότερο συγκάτοικος παρά κηδεμόνας, αφού την έκανε στα εφηβικά του χρόνια με μια μητέρα που ζει με τα άλλα της παιδιά και έναν σύντροφο που φοβάται, και τον Μπερντ (Ρογκόφσκι, περισσότερο παράδοξος παρά εμψυχωτικός), ένα πλάσμα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αλλόκοτη συμπεριφορά, φούστα και backpack, σε αναζήτηση των δικών του γονιών κάπου κοντά στην περιοχή που η Μπέιλι συναντά στο γειτονικό δάσος και στην αρχή αντιμετωπίζει με επιθετική δυσπιστία, ώσπου ενσωματώνει σταδιακά στο σύμπαν της. Ο γήινος καθοδηγητής της πασχίζει να αντιληφθεί τα προβλήματά της γιατί, παρά τις φιλότιμες εκλάμψεις ευθύνης, η έλλειψη ωριμότητας δεν του το επιτρέπει, ενώ ο μαγικός της φίλος καθρεφτίζει τις βαθύτερες ανάγκες που η Μπέιλι συνήθιζε να κρύβει με ένταση και θυμό, ακολουθώντας τη δική του χαμηλή πτήση κόντρα στη λογική. Ανέκαθεν η Άρνολντ είχε έναν τρόπο να διακρίνει τη φλόγα της ψυχής πίσω από τις αναμενόμενες συμβάσεις, συχνά αψηφώντας τη συνεκτική αφήγηση, και το Bird, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Επίσημο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών του 2024, δεν αποτελεί εξαίρεση. Ανάμεσα σε σκηνές με κατακτημένη συγκίνηση βρίσκεται ένα αφηγηματικό προσχέδιο, περισσότερο μια ποιητική ιδέα για την εύθραυστη ασφάλεια ενός παιδιού παρά μια ολοκληρωμένη ταινία.