Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά ο Κεν Λόουτς αντιλαμβάνεται μόνο συλλογικά το «προσωπικό» σινεμά. Για τον Βρετανό σκηνοθέτη, δις νικητή του Χρυσού Φοίνικα, το ατομικό σβήνει μαχητικά στην πάλη για ένα καλύτερο κοινωνικό μέλλον.

 

Το Δυστυχώς, απουσιάζατε αποτελεί φυσική συνέχεια του έργου του, σαν διαδοχή, χωρίς διακοπή, επεισοδίων με ήρωες εργαζόμενους στη δίνη της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Αυτήν τη φορά στο στόχαστρό του μπαίνει η ανησυχητική «μόδα» της εκούσιας σκλαβιάς στην ελεύθερη αγορά, το μπλοκάκι αντί του εύλογου, ηθικά νόμιμου, αλλά πρακτικά σπάνιου κανονικού μισθού για πλήρη εργασία διευρυμένου ωραρίου, που θα λέγαμε κι εμείς.

 

Ο Ρίκι, οικογενειάρχης, πατέρας δύο παιδιών, χρεωμένος μέχρι εκεί που δεν πάει, αναλαμβάνει μεγαλύτερο βάρος, πιστεύοντας πως θα κερδίσει περισσότερα χρήματα, οδηγώντας φορτηγάκι και παραδίδοντας δέματα με τη σπάθη της μέγιστης απόδοσης στον λιγότερο δυνατό χρόνο να κρέμεται στον λαιμό του − ο έφηβος γιος του, που μαζί με φίλους του φιλοτεχνεί γκράφιτι στους τοίχους της πόλης, τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του πως κατάντησε ένας ακόμη white van man.

 

Στο ανελέητο κυνήγι του επιούσιου και στον βωμό της ανταγωνιστικότητας θυσιάζονται ο προσωπικός χρόνος και οι συνδικαλιστικές κατακτήσεις, γεννιούνται τριβές, προστίθενται ρωγμές στα υπάρχοντα προβλήματα και διαλύεται η ενότητα μιας αγαπημένης οικογένειας. Η μητέρα φροντίζει αρρώστους με περιορισμένα προνόμια, η μικρή κόρη ταράζεται από τα προβλήματα, ενώ ο πατέρας συγκρούεται με τον γιο και αμφότεροι χάνουν την ψυχραιμία τους με σπασμωδικές, βίαιες αντιδράσεις.

 

Ο 82χρονος Λόουτς (μαζί με τον σεναριογράφο του) έψαξε ενδελεχώς το θέμα του, έχει ως συνήθως δίκιο και μας βάζει να σκεφτόμαστε αριστερόστροφα και ανθρωποκεντρικά. Το συλλογικό ζητούμενο είναι γι' αυτόν η κινητήρια δύναμη και ο λόγος που συνεχίζει να γυρίζει ταινίες, και μάλιστα το Δυστυχώς, απουσιάζατε είναι μεστότερη, πιο εύστοχη και λιγότερο τραβηγμένα συγκινητική ταινία από το βραβευμένο Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ.