Η αυτοσχέδια οικογένεια που σχηματίστηκε με αρχηγό τον Πίτερ Κουίλ, γνωστό στους γαλαξίες ως Starlord, απομακρύνεται από τις χτυπητές ομοιότητες με τον Χαν Σόλο και την παρέα της πρώτης τριλογίας του Star Wars, βρίσκοντας τα πατήματά της μέσα από τις διαφορές που φέρνουν με το ζόρι, αλλά κατά βάθος εγκάρδια, τα μέλη της. Ενώ ο κακός του πρωτότυπου, κωμικού έπους του Τζέιμς Γκαν, ο μάλλον αντιαισθητικός Thanos, ήταν μια αναμενόμενη πηγή ολέθρου, στο δεύτερο μέρος το επίκεντρο μετατοπίζεται στον χαμένο πατέρα του Αστρολόρδου/Κουίλ, ένα ον με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, που μας συστήνεται από την αρχή με το πρόσωπο του Κερτ Ράσελ (που ανασυστήνεται θεαματικά προς το νεανικότερο, όπως ακριβώς και του Τζεφ Μπρίτζες στο Tron), και στη συνέχεια μας μεταφέρει σε έναν δικό του πλανήτη, ειδυλλιακό, φαινομενικά ισορροπημένο, τέλειο και αρμονικό, απειλητικά ψεύτικο σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση. Εκτός όμως από την έλξη που ασκεί ο Ego στον αδέσποτο γιο του, οι μάχες που πρέπει να κερδηθούν είναι πολλές και δύσκολες και ο Γκαν γνωρίζει πώς να γεμίσει την ταινία με δράση και εφέ, στο γνωστό μήκος κύματος της Marvel, απασχολώντας και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές με αντιπάλους και ψυχολογικές παλινωδίες – συγκρούσεις, ανασφάλειες, προδοσίες, ως και έρωτες. Ο Baby Groot, το κλαράκι που σώθηκε από τον λακωνικό κορμό που το μόνο που έλεγε επαναλαμβανόμενο στο πρώτο μέρος ήταν «I am Groot», είναι η ανακουφιστική άγκυρα της ταινίας ανάμεσα στους δύστροπους προστάτες του, ενώ το περίφημο mixtape, γραμμένο σε παλιά κασέτα και παιγμένο σε walkman, εμπλουτίζεται με ακόμα περισσότερες επιτυχίες από τα '70s, και το «Chain» των Fleetwood Mac από το κλασικό «Rumors» να παίζει δύο φορές, σημαίνοντας τη συνοχή της ομάδας, όπως ακριβώς και το δέσιμο του βασανισμένου βρετανικού συγκροτήματος.

 

Γίνεται πλέον σαφές πως η Marvel με την Disney, αλλά και τη Fox και τη Sony που έχουν τα δικαιώματα για τους υπόλοιπους, έχουν διαχωρίσει το οπλοστάσιο των ηρώων σε δύο βασικές κατηγορίες.

 

Το sequel φαντάζει πιο δεμένο και ευχάριστο, εξίσου fun με το πρώτο, χωρίς φυσικά την έκπληξη του υπονομευτικού meta, και το συμπέρασμα είναι πως ο κήπος είναι ανθηρός στο τεράστιο οικόπεδο της Marvel, ειδικά αν κάποιος δεν ενοχλείται από την εξαντλητική αυτο-αναφορικότητα και τις συχνές διασταυρώσεις. Γίνεται πλέον σαφές πως η Marvel με την Disney, αλλά και τη Fox και τη Sony που έχουν τα δικαιώματα για τους υπόλοιπους, έχουν διαχωρίσει το οπλοστάσιο των ηρώων σε δύο βασικές κατηγορίες. Στη μία κυριαρχούν ο χαβαλές και η τσαντίλα, όπως στο παράδειγμα των Guardians. Στην άλλη, το κλίμα είναι πιο ζοφερό και τα πολιτικά μηνύματα, ευδιάκριτα και εύπεπτα για τις μάζες, κυρίως στους σοβαρούς Εκδικητές, στους βαρείς X-Men και στον Wolverine. Κοινή πλατφόρμα, το θέαμα φυσικά, η έμφαση στην ανάγκη για σεβασμό της διαφορετικότητας και η έννοια της οικογένειας, με υποσημείωση τη σημασία των φίλων ως ανάδοχων, σε περίπτωση που οι πρόγονοι λείπουν ή υστερούν διά της απουσίας τους. Υστερόγραφο για τους φανατικούς: ναι, μετά το φινάλε και πριν ανάψουν τα φώτα της αίθουσας υπάρχουν πέντε ακόμη μικρές σκηνές...