Δεκαέξι χρόνια μετά το Ajami, το οποίο, συμπτωματικά, είχε φύγει επίσης με Χρυσό Αλέξανδρο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Παλαιστίνιος Σκάνταρ Κόπτι επιστρέφει, άνευ του Ισραηλινού συν-σκηνοθέτη του, Γιαρόν Σανί, με ακόμα ένα δράμα διαπλεκόμενων ιστοριών, σχετιζόμενων με την καθημερινή τριβή αραβικού και εβραϊκού πληθυσμού. Εδώ η δράση μεταναστεύει από το Τελ Αβίβ στη Χάιφα. Αν το προηγούμενο φιλμ ξεκινούσε με πιστολίδι και φονικό, ετούτο ξεκινά με τα μεθεόρτια ενός τροχαίου ατυχήματος, υποδεικνύοντας μια ηπιότερη δραματουργία – παράδοξο, αν αναλογιστούμε την τρέχουσα συγκυρία στην ευρύτερη περιοχή.

 

Πιθανότατα, ο Σάνι ήταν ο φορέας της έντασης και της δεξιοτεχνίας πίσω από τον φακό, με τον Κόπτι να ανήκει στη σκηνοθετική συνομοταξία που μεταφράζει το ανθρωποκεντρικό σινεμά σε κατάχρηση του κοντινού πλάνου. Το δυνατό του σημείο είναι το σενάριο, που ενώνει επιδέξια τις παράλληλες ιστορίες για να καταδείξει όχι μόνο μια κοινωνία διχασμένη αλλά και την επιρροή του διχασμού στην καθημερινότητα των αστικών οικογενειών. Τα μέλη τους βρίσκονται, θεωρητικά, μακριά από τη γραμμή του πυρός, μα έχουν κι αυτά να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις μιας διαιωνιζόμενης κατάστασης και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Δεκτή η ένσταση ότι τα προβλήματα είναι ελάσσονα σε σχέση με μια γενοκτονία που συντελείται κάπου παραδίπλα, ωστόσο η ταινία υπογραμμίζει τη διαχρονικότητα της διάστασης και της επακόλουθης τραγωδίας, έστω κι αν δεν έχει να καταθέσει τίποτε ξεχωριστά στον φιλμικό κανόνα των σπονδυλωτών αφηγήσεων.