«Το Γαλάζιο Φως», απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη η Λένι Ρίφενσταλ, όταν την ρωτούν τι κρατά από τη φιλμογραφία της. Σε μια καριέρα γεμάτη βραβεία και σημαντική αναγνώριση, με την Ολυμπιάδα και τον Θρίαμβο της Θέλησης ως τα γνωστότερα και αντιφατικότερα επιτεύγματά της στο σινεμά, τη στενή της σχέση με τον Χίτλερ που της έδωσε carte blanche για να αποθεώσει την τέλεια ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του οράματός του, τις κατηγορίες για συνενοχή στο ναζιστικό καθεστώς, την πεισματική της άρνηση για οποιαδήποτε ανάμειξη ή γνώση, τη φυλάκιση και την τρίτη πράξη με τις φωτογραφίες στην Αφρική και τις υποβρύχιες καταδύσεις σε προχωρημένη ηλικία, η Γερμανίδα επέλεξε την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε, το 1932, με την ίδια ελαφρώς αλλοπαρμένη πρωταγωνίστρια στον ρόλο της μάγισσας Τζούντα, σε ένα ονειρικό, εικαστικό παραμύθι που προφανώς θεωρούσε (και ήταν) στοίχημα για την είσοδό της στην αρένα της πατριαρχικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, πρόκριμα για την αισθητική που ξεχώρισε ο Φίρερ της καρδιάς της, καθώς και μια ευκαιρία να ικανοποιήσει τη φιλαρέσκειά της μπροστά στον φακό. Όντως, η τελευταία σκηνή στο ντοκιμαντέρ του Άντρες Βάιελ είναι από μια από τις τελευταίες της τηλεοπτικές συνεντεύξεις, όταν στο κατώφλι των 100 ετών βολεύεται σε μια καρέκλα κήπου, βγάζει τα γυαλιά που στερεώνονται κάτω από την ξανθιά της περούκα, διορθώνει το μακιγιάζ της στον καθρέφτη ενώ τα μάτια της αγωνίζονται να προσαρμοστούν στο φυσικό φως, και δεν παραλείπει να σκηνοθετήσει τον εαυτό της, ανησυχώντας ιδιαίτερα για τους προβολείς και τις σκληρές αντανακλάσεις του ηλίου, μια γερασμένη ντίβα από άλλον πλανήτη, που δύσθυμα υποκύπτει στο γύρισμα «πτωχών» τεχνικών. Ήταν τελικά ηθοποιός παραπάνω από δημιουργός, μια ικανή γυναίκα που έλεγε συστηματικά ψέματα στην προσπάθειά της να επιβιώσει και συνάμα να πλάσει ένα συμπαθητικό αφήγημα για έναν ιδιοφυή αποδιοπομπαίο τράγο;

 

Αυτό το συμπέρασμα βγάλαμε από το τρίωρο ντοκιμαντέρ του Ρέι Μίλερ, Η υπέροχη, φρικτή ζωή της Λένι Ρίφενσταλ από το 1993. Παρόμοια εικόνα είχα κι εγώ, όταν τη συνάντησα για περίπου μία ώρα στο Χίλτον, με την ευκαιρία της αυτοβιογραφίας της, το ίδιο διάστημα: είχα προειδοποιηθεί πως δεν θα δεχόταν καμία ερώτηση για τον Χίτλερ, αλλά χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο ξεκίνησε μόνη της την κουβέντα επί του θέματος και δεν σταμάτησε ποτέ να απολογείται!

 

Κι ενώ νομίζαμε πως δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να ειπωθεί για την ιδιάζουσα περίπτωση της original ακυρωμένης καλλιτέχνιδας, ο έμπειρος σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, ο Γερμανός Βάιελ, κατάφερε να έχει πρόσβαση σε όλα τα αρχεία της, και με το Riefenstahl δεν αφήνει την κρίση στον θεατή αλλά σχεδόν αποδεικνύει, με επιστολές και μαρτυρίες σε ψύχραιμο αφηγηματικό ύφος και παρεμβολές πολλών παλιών της δηλώσεων, πως η Ρίφενσταλ δεν ήταν αδαής και απολιτίκ και δεν έκανε τη δουλειά της όσο μπορούσε καλύτερα, γοητευμένη απλώς από την προτίμηση που της έδειξε ο μεγάλος αρχηγός, αλλά επικροτούσε την προπαγάνδα, βοήθησε στην ενίσχυσή της, μπορεί και να συνέβαλε στη δολοφονία Εβραίων και Ρομά – βασικά ήταν ρατσίστρια με «μάτι» και βύσμα, που επινόησε ένα φανταστικό σενάριο θυματοποίησης και επί δεκαετίες προσπαθούσε να βγει και από πάνω! Η δύναμη των εικόνων της, όποια βοήθεια ή επιρροή και να είχε για να τις αποτυπώσει, παραμένει, αν και η καταστροφική της αήθεια διαβρώνει σταδιακά τη ματιά μας στο έργο της, ξεχωριστά και συνολικά.