Ο Τζο Μπακ (ο Βόιτ, στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του) λατρεύει τον Τζον Γουέιν και πλένει πιάτα. Κουβαλάει το Τέξας βαθιά μέσα του, εξίσου με την ακατανίκητη επιθυμία του να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη και να πιάσει την καλή, εύκολα και γρήγορα, πουλώντας το κορμί και το πλατύ χαμόγελο του στις κυρίες της καλής κοινωνίας.  

 

Ο Ρίκο Ρίτσο (ο Χόφμαν, υποψήφιος για Όσκαρ, όπως και ο συμπρωταγωνιστής του) είναι το αντίθετο του ξανθού καουμπόη: κοντός, άσχημος και κουτσός, αποτελεί την πεμπτουσία του καταφρονεμένου της μητρόπολης, ένα πλάσμα που μουρμουρίζει αλήθειες μέσα από τις ακατάληπτες εκκλήσεις του για λίγη προσοχή και μοιάζει να βγαίνει από τους υπονόμους για να επιβιώσει σαν βδέλλα που ξέρει τα στέκια και την επικίνδυνη πιάτσα· όλοι τον φωνάζουν Ratso, δηλαδή «πόντικας», κάτι που σιχαίνεται, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να το αποφύγει.  

 

Το αμερικανικό όνειρο και ο δύσμορφος εφιάλτης του συναντιούνται και κολλάνε σε ένα ταξίδι με φλας και παγίδες, απρόοπτα και εμπόδια, σαν το ψυχεδελικό παραμύθι ενός αγοριού με δέος, αφέλεια και ένα σοβαρό τραύμα από την παιδική του ηλικία στις πλάτες του υποσυνείδητου, και ενός ανθρώπινου καρτούν που του θέτει ερωτήσεις και δοκιμάζει τη συμπόνια του.  

 

Γεμάτο από σχεδόν ανεκδοτολογικές παρενθέσεις, όπως οι σεξουαλικές συνευρέσεις του Μπακ με ντάμες της Park Avenue και εξίσου πεινασμένους κυρίους των κακόφημων σινεμά της Times Square μιας άλλης εποχής, το συναρπαστικό πορτρέτο του Τζον Σλέσιντζερ φανερώνει τη διεισδυτική ματιά του Βρετανού δημιουργού του «Darling» και του «Μπίλι ο Ψεύτης» στα έγκατα της καλής κοινωνίας και στη μοναξιά των εποίκων που την πολιορκούν. Τη διανθίζει με αστραφτερές σεκάνς, χρυσώνοντας το χάπι μιας βασικά πολύ λυπητερής ταινίας, εξαιρετικά δημοφιλούς και σκανδαλώδους για το 1969 –η πρώτη και μοναδική αυστηρώς ακατάλληλη που βραβεύτηκε ποτέ με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου, κατά σύμπτωση τη χρονιά που κέρδισε το μοναδικό του Όσκαρ και ο Τζον Γουέιν(!)–, καθώς ο Καουμπόι του Μεσονυκτίου πραγματεύεται όχι μόνο τα τσακισμένα όνειρα και τις απελπισμένες ψυχές αλλά και τη φτώχεια και τη δυστυχία στην άλλη όψη της πιο λαμπρής και διαφημισμένης βιτρίνας της.