Η Λούσι (Τζόνσον) είναι ανεξάρτητο, όμορφο, εργαζόμενο κορίτσι. Περίπου όπως η Τες (η Μέλανι Γκρίφιθ, μητέρα της Ντακότα, με την οποία μοιράζονται κάτι εύθραυστο και αγέρωχο) στην ομώνυμη ταινία του Μάικ Νίκολς από τα ’80s. Ευτυχώς, ωστόσο, δουλεύει σε ένα περιβάλλον καθόλου τοξικό, χωρίς σκύλες (Σιγκούρνι Γουίβερ) και κακομοίρες (Τζόαν Κιούζακ), γεμάτο υποστηρικτικές συναδέλφους, στην εταιρεία Adore, ως ειδική, και μάλιστα πολύ επιτυχημένη, στο ερωτικό ταίριασμα με στόχο τον γάμο. Όπως και η Έμα, η ηρωίδα που δημιούργησε η Τζέιν Όστεν το όχι και τόσο μακρινό στους βασικούς «μηχανισμούς» 1815, διαβόητη προξενήτρα για τους άλλους, αν και απογοητευτικά αμήχανη στις δικές της σχέσεις.
Με ατόφιο ενδιαφέρον για το αίσιο αποτέλεσμα των υπολογισμών της, του συνδυασμού math και match, η Λούσι συνδυάζει τις πιθανότητες με διαχρονικά χαρακτηριστικά και ειδικές ποιότητες του καθενός, φέρνοντας κοντά άνδρες και γυναίκες που θεωρεί όχι τέλεια, αλλά ιδανικά ζευγάρια. Το πιστεύει πραγματικά. Ακόμη κι όταν κάτι στραβώνει σε βαθμό ποινικό, μεταξύ δυο προξενεμένων αγνώστων σε τυφλό ραντεβού μέσω της υπηρεσίας – λογικό δεν είναι; Η αποτυχία την καταβάλλει, τόσο που για πρώτη φορά κοιτάζει κατάματα και τη δική της περίπτωση. Βρίσκεται ανάμεσα σε δυο άνδρες: τον πλούσιο, πάμπλουτο Χάρι (Πέδρο Πασκάλ), «μονόκερο» στη γλώσσα των daters, κελεπούρι γαμπρό δηλαδή, ιδιοκτήτη αβίαστης γοητείας και κεντρικού διαμερίσματος 12 εκατομμυρίων δολαρίων, και μια πρώην σχέση της, τον άφραγκο ηθοποιό Τζον (Κρις Έβανς), που εξακολουθεί να την αγαπάει και να νοιάζεται, όπως κι εκείνη, χωρίς να τολμάει να προτείνει κάτι παραπάνω, γιατί δεν τον παίρνει και το ξέρει. Το feeling ανάμεσά τους διαρκεί, σαν αύρα που τους διαπνέει και δίχτυ που τους σκεπάζει ελαφρά – οι σοβαρές στενοχώριες ανήκουν στο παρελθόν, όπως και οι εκρήξεις που έδωσαν τέλος στον δεσμό.
Το τρίο θυμίζει αμυδρά, και με κάπως αντεστραμμένους όρους, την Κάθριν Χέπμπορν ως Τρέισι Λορντ στα υπέροχα «Κοινωνικά Σκάνδαλα» του 1940, που ένιωθε καυτή την ανάσα της οικειότητας από τον αιώνιο, ευειδή πρώην της (Κάρι Γκραντ), αλλά κάτι την έλκυε στην ορμητική ατσαλοσύνη του φτωχού δημοσιογράφου (Τζίμι Στιούαρτ).
Μόνο που η Λούσι της Τζόνσον δεν είναι κακομαθημένη, όπως η κοσμική γόνος καλής οικογενείας –όνομα και πράμα– Λορντ: αμείβεται αδρά και προσπαθεί πολύ, έχοντας αναγάγει σε επιστήμη την παράξενη ασχολία της, σε τέτοιο βαθμό που θεωρεί τον εαυτό της νεκροθάφτη ή ασφαλίστρια, γιατί κοιτάζει τους πελάτες στα δόντια, σαν να είναι άλογα κούρσας, μετρώντας ύψος, ηλικίες και περιουσίες για να τσεκάρει τα σημεία που τέμνονται.
Κι επειδή γνωρίζει το παιχνίδι σαν να το έχει εφεύρει, μοιάζει παραιτημένη από τη δική της αναζήτηση για το ταίρι της ζωής της. Αν η εξίσωση των χρημάτων με την αγάπη είναι το μαθηματικό πρόβλημα, προτιμά να παρατηρεί αντικειμενικά το μυστήριο του έρωτα, καθώς την εφαρμογή πάνω της την έχει εξαντλήσει με λίγες προσπάθειες και πολλή σκέψη.
Νέα γυναίκα, μόνη (παρα)ψάχνεται είναι η Λούσι στο «Ταιριάζουμε;» που για να μην το κουράσει, έχει βρει υπηρέτρια πολυτελείας στον βωμό του physical dating. Χωρίς να το περιμένει, και κυρίως χωρίς να το υπολογίσει, ο Χάρι την ξαφνιάζει με μια εμπορική πρόταση στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί. Την προλαβαίνει και τη διαβάζει στο γήπεδό της. Της μιλά ψιθυριστά και εξουδετερώνει την κόντρα μιας διαμορφωμένης προσωπικότητας που έχει προ καιρού παραδοθεί στην εκλογίκευση. Δεν της μένουν πολλά περιθώρια. Οφείλει να δοκιμάσει τη μοναδική ευκαιρία του ευτυχούς ατυχήματος, του glitch στο θεώρημα που έχει εκπονήσει, του λάθους που κρυφά λαχταρά. Αλλά, υπάρχει πάντα ο Τζον.
Ταινίες με ερωτικά τρίγωνα έχουμε δει άπειρες, επιθετικές και στωικές εξίσου, από την «Καζαμπλάνκα» ως τους «Πειρατές της Καραϊβικής», ως, φευ, τις σωρηδόν αγοραίες κόπιες αστραφτερής πατίνας και φτηνότατων χαρακτήρων που κυκλοφορούν στις πλατφόρμες και απευθύνονται στους ίδιους αποδέκτες με τα πανομοιότυπα χριστουγεννιάτικα φληναφήματα, που όλα μαζί τσουβαλιασμένα είναι ο εχθρός του μυαλού. Εδώ όμως έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό, που μπορεί να ξενίσει στο χειρότερο σενάριο, ή να ανακουφίσει, επιτέλους, ακόμη και όσους και όσες ψάχνουν κάτι καλύτερο στο πλαίσιο του είδους.
Στη δεύτερη ταινία της μετά τις «Περασμένες Ζωές», η Σελίν Σονγκ δεν αποδομεί ακριβώς τη ρομαντική κομεντί, όπως γράφτηκε από βιαστική μερίδα του ξένου Τύπου, αλλά κινείται μαεστρικά στα όρια των προσδοκιών, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά υλικά για να θίξει κάτι εξαιρετικά σύγχρονο. Είναι μια ταινία, όπως και το ντεμπούτο της, για το ανθρώπινο αίσθημα και τις επιπλοκές του, και ως τέτοια βασίζεται στους μηχανισμούς που ματαιώνουν την αυθεντική επιθυμία και οδηγούν σε λανθασμένες επιλογές. Η ευδιάκριτη ασιατική αισθητική της Σονγκ δίνει αέρα και σιγουριά σε κάθε σεκάνς: η Λούσι, με το μποέμ chic look που δημιούργησε γι’ αυτήν η ενδυματολόγος Κατίνα Ντανάμπασις, μοιάζει να ίπταται με αργές κινήσεις σε ένα νεοϋορκέζικο κουκλόσπιτο, που φωτογράφισε σε 35άρι φιλμ ο Αντιγουανός Σάμπιερ Κίρχερ, είτε προσπαθώντας να διορθώσει ένα καταστροφικό ραντεβού με μια ευάλωτη πελάτισσα είτε σκέφτεται ποιον μνηστήρα θα διαλέξει.
Ωστόσο, η Σονγκ επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ηρωίδα της, γι’ αυτό και από όλες τις πιθανές επιρροές, η Τζέιν Όστεν κυριαρχεί, και μάλλον θα ήταν υπερήφανη να είχε γυρίσει αυτήν την ταινία. (Αν ο κόσμος πιστέψει στο τρέιλερ και πάει στην ταινία για να δει κάτι σαν το «Αυτό θα πει πόλεμος» σε μεταξένια παραλλαγή, θα πικραθεί). Το ζητούμενο είναι το υστέρημα της Λούσι, η αξία που αισθάνεται πως της λείπει, και ο τρόπος που αντανακλάται πάνω της, πώς επεξεργάζεται τα δεδομένα και τα αφήνει να απορροφηθούν σε συναίσθημα. Σε ένα σύμπαν ψυχρό και υλιστικό, ακόμη κι αν το αντικείμενο είναι το ρομάντζο, η αποκάλυψη που έρχεται μετά από πολλές εξομολογήσεις λυπημένης ευγένειας είναι αυτός ο σπάνιος ζωτικός χώρος του πολύ απλού «είμαι καλά με τον άνθρωπό μου».
Η σκηνοθέτις βρίσκει ιδανική έκφραση στο ολύμπιας ηρεμίας, εντελώς αντι-ιστριονικό, αινιγματικό χαμόγελο της Ντακότα Τζόνσον, ιδανικό κοντραπούντο στην ατημέλητη απλότητα τού –για πάντα Captain America– Κρις Έβανς, με πολύ ενδιαφέρουσα σφήνα τον Πέδρο Πασκάλ, ο οποίος παίζει, παράδοξα και μαγνητικά, τον ζεν πρεμιέ σαν καρατερίστας!
Classic.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0