Έχοντας καταλήξει ότι ο Θεός, ακόμα κι αν υπάρχει, αδιαφορεί μέσω της εκκωφαντικής «Σιωπής» του, ο Μπέργκμαν πέρασε σε ένα επόμενο στάδιο της φιλμογραφίας του, όπου εξερευνούσε ποιος στέλνει όλους αυτούς τους «δαίμονες» που ταλανίζουν την ανθρώπινη ψυχή, για να καταλήξει στην ενδογενή καταγωγή τους – περισσότερα επ’ αυτού όταν έρθει η σειρά της επανέκδοσης της «Ώρας του Λύκου» (1968).

 

Αν στο «Passion of Anna» (1969), που ακολούθησε, έχουμε ανθρώπους που νόμισαν ότι μπορούν να γίνουν νησιά, για να διαπιστώσουν ότι τους ενώνει η ενδιάθετη ροπή τους προς τη βία, εδώ έχουμε ένα ζεύγος που κλείνεται σε ένα νησί, πιστεύοντας ότι μπόρεσε να υφάνει ένα κουκούλι έξω από την κοινωνία και να αποφύγει τη βία ενός μαινόμενου πολέμου. Μα, ως γνωστόν, αργά ή γρήγορα τα προβλήματα του κόσμου θα χτυπήσουν την πόρτα σου και θα απαιτήσουν να πληρώσεις έναν λογαριασμό που πίστεψες πως δεν οφείλεις. 

 

Πρόκειται για μια απόπειρα του Μπέργκμαν να κάνει πολιτικό σινεμά  και στο μυαλό του αυτό μεταφράστηκε στην πλήρη υιοθέτηση της κυριολεξίας – με την μπαναλιτέ που, μοιραία, τη συνοδεύει. Ωστόσο, έχει στο πλευρό του τον φωτογράφο του, τον Σβεν Νίκβιστ, οι συνθέσεις του οποίου φέρνουν μια διάσταση υπερβατικού εφιάλτη στα δρώμενα – στην όψη και στον τρόπο που αυτή υπογραμμίζει τον εξωγενή και τον εσωτερικό φασισμό θα έλεγες ότι Μπέργκμαν και Νίκβιστ έπλασαν Μπέλα Ταρ πολλά χρόνια πριν από τον Μπέλα Ταρ. Και επίσης, ο Μπέργκμαν σοφά φέρνει την ιστορία (και την Ιστορία) στα μέτρα του, καταδεικνύοντας τις επιπτώσεις του πολέμου στη σχέση του ζεύγους. Μια σχέση προ πολλού διαρραγείσα, όπως πληροφορούμαστε από την εισαγωγή, όταν η Εύα βγαίνει γυμνή από το μπάνιο, ο Γιαν αδιαφορεί κι εκείνη δεν του ρίχνει βλέφαρο. 

 

Πρόκειται για ένα διάλειμμα από τον συμβολισμό και για δείγμα μιας περιόδου έντονων πειραματισμών από τον Σουηδό δημιουργό, είτε με τη φόρμα είτε με το περιεχόμενο –η «Ντροπή» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία−, και ταυτόχρονα για φιλμικό προπομπό ενός αδυσώπητου και ανεπανάληπτου κινηματογραφικού «πολέμου», που θα ερχόταν λίγα χρόνια μετά: εκείνου των «Σκηνών από έναν γάμο» (1973).