Καλόκαρδη κωμωδία που επιχειρεί να κολυμπήσει στα ένδοξα χωρικά ύδατα του ξεχασμένου αυτού είδους που ανθούσε στην ελληνική παραγωγή της δεκαετίας του ‘60. Σκοντάφτει στον αναχρονισμό και τη μονόχνοτη απομίμηση παλιών προτύπων στην περίπτωση του κεντρικού ήρωα, ενός αφελούς και φιλήσυχου γεωπόνου - παρά τις φιλότιμες αλλά ακινητοποιημένες εκφράσεις του Λαέρτη Μαλκότση.

Για να δοθεί μια σύγχρονη διάσταση, η συμπρωταγωνίστρια δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται, δηλαδή μια φωτογράφος, αλλά μια μυστηριώδης εντολοδόχος εκτελέστρια, με στόχο έναν πλούσιο με επιρροή που τελικά γνωρίζει και φυσικά δεν είναι καθόλου κακός - ο Θέμος Αναστασιάδης στο ρόλο του Θέμου Αναστασιάδη, με πονηρές και αρκετά σαρκαστικές παραλλαγές στην πολυσχιδή περσόνα του που βλέπουμε εδώ και πολλά χρόνια.

Πρόκειται για μια αμήχανα σκηνοθετημένη ταινία, με λιπόβαρο σενάριο, μερικές αστείες σκηνές και αναμενόμενες ανατροπούλες, σκιές από μιαν άλλη εποχή. Υπάρχει ανισορροπία όταν το μεγαλύτερο γέλιο βγαίνει από τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Σάκη Μπουλά, δύο guest stars που εμφανίζονται ελάχιστα και επηρεάζουν ακόμη λιγότερο την όποια δραματική εξέλιξη.

Στην οργανωμένη προσπάθεια της Village να αναπαράγει το δημοφιλές genre και να αγκαλιάσει τη δεδομένη επιθυμία του κοινού να το ξαναβιώσει προσαρμοσμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως στις παλιές ταινίες (τις καλύτερες από τις γνωστές) που παρακολουθούνται απολαυστικά στη νιοστή, υπάρχει μεγάλη έμπνευση στη συγγραφή ως προς τη δημιουργία ανθρώπινων τύπων, υποδόρια κοινωνική κριτική και κυρίως τρέλα, μια εκκεντρική, ατομική, ελληνικότατη, λαλίστατη τρέλα. Από αυτή την εκκίνηση σχηματίστηκαν οι εμβληματικοί ρόλοι για τους ταλαντούχους κωμικούς της μεταπολεμικής περιόδου.