Υποψήφιο για 6 Όσκαρ, στις κατηγορίες Ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, μοντάζ, δεύτερου ανδρικού και γυναικείου ρόλου, για τον Ράφαλο και την Μακάνταμς αντίστοιχα, το Spotlight: Όλα στο φως εξιστορεί τη σοκαριστική υπόθεση παιδεραστίας στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας της Βοστώνης το 2002, με 70 εμπλεκόμενους ιερείς. Η αποκάλυψη της τεράστιας αμαρτίας, που σκεπαζόταν έντεχνα από τους υψηλά ιστάμενους της Εκκλησίας, από τους δημοσιογράφους του «Spotlight», της ερευνητικής ομάδας της εφημερίδας «Boston Globe», κράτησε χρόνια, απέδωσε ωστόσο καρπούς και χάρισε το περίοπτο Pulitzer στα μέλη και το έντυπο. Η ταινία ασχολείται με τη σταδιακή συνειδητοποίηση των δημοσιογράφων όσον αφορά το μέγεθος και το βάθος, καθώς και τις τρικλοποδιές που συστηματικά έβαζαν στους ρεπόρτερ όχι μόνο η αρχιεπισκοπή, που λογικά φοβόταν από την αρνητική δημοσιότητα, αλλά και οι προύχοντες της πόλης της Βοστώνης, μιας κλειστής και συντηρητικής κοινωνίας που υπερηφανεύεται για την άμεμπτη διαχείριση της δημόσιας εικόνας της. Έχουμε διαπιστώσει και σε άλλες ταινίες, με πρόσφατη την Ανίερη Συμμαχία, αλλά και τον Πληροφοριοδότη και τον Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ, την ομερτά που χαρακτηρίζει τα παιδιά που παίζουν στην ίδια γειτονιά και μεγαλώνουν ως οικογενειακοί φίλοι, ασχέτως των αξιωμάτων που θα καταλάβουν αλλά και του πραγματικού βαθμού γνωριμίας τους, και εδώ, για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται αυτή η διαστρέβλωση της ντομπροσύνης και της ηθικής στάσης. Σε μία από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, ο Μάικλ Κίτον προσεγγίζεται με τρόπο σε ένα μπαρ και ένας από τους σπουδαίους της πόλης τού υπενθυμίζει πού βρίσκεται και τι πρέπει να κάνει, για να λάβει μια ωραία απάντηση, από έναν ηθοποιό που, μετά τον Birdman, δείχνει να βρίσκει ένα ώριμο κανάλι έκφρασης, πέρα από τις υπερβολές των ρόλων που έπαιξε νεότερος. Είναι μια στιγμή ατμοσφαιρικής απειλής, σε μια ταινία που η έλλειψη ατμόσφαιρας και η απουσία απειλής περιορίζουν το εύρος, συνεπώς και τον αντίκτυπό της. Συγκρινόμενη ευθέως με το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου, το στοιχείο του θρίλερ και της υπόκωφης έντασης σε μια ιστορία με εξίσου γνωστή έκβαση (και μάλιστα πιο νωπή, αφού γυρίστηκε λίγο μετά τα αληθινά γεγονότα) είναι κάτι που διαφεύγει από τον Τομ Μακάρθι, ενώ περίσσευε στον Άλαν Πάκουλα. Ίσως αυτό συμβαίνει διότι ο τρόπος που ο Μακάρθι χτίζει το ξεσκέπασμα είναι μαθηματικά ακριβής, αλλά χωλαίνει στην άρθρωση: αρκετές φορές οι δημοσιογράφοι, από τα παλιά μέλη της ομάδας μέχρι τον Λίεβ Σράιμπερ, που έρχεται να διευθύνει και αντιμετωπίζει καχυποψία από τους ψημένους στο ρεπορτάζ, δεν ακούγεται αληθινός, αφού τα νέα ενός ακόμη ιερέα βρίσκουν τους έμπειρους, υποτίθεται, στη φρίκη και στην κακότητα του κόσμου αυθεντικά ενεούς, υπερτονίζοντας το κομμάτι της συνειδητοποίησης με το να το εξισώνει με την είδηση, σαν το κοινό που καλείται να μείνει εμβρόντητο με κάτι που δεν έχει ξαναδεί ή ξανακούσει. Δηλαδή, η ταινία υιοθετεί μια εκλαϊκευμένη άποψη για τη σοφιστικέ δημοσιογραφία, την ίδια στιγμή που ένα βραβευμένο τμήμα, που μάλιστα απολαμβάνει την ειδική μεταχείριση (τουλάχιστον εκείνη την εποχή ακόμη) από τη διεύθυνση, προκαλώντας τον φθόνο των υπόλοιπων γραφιάδων, κυρίως για το αργό τέμπο που αναγκαστικά έχει για τις δύσκολες αποστολές, κάνει τη δουλειά του, φέρνοντας στο φως μια υπόθεση που οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν να αναπτύξουν. Με δεδομένο πως οι χρυσές εποχές του Τύπου έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, καθώς και το «κοινωνικό» θέμα της ταινίας, το Spotlight άρεσε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, εξού και οι τιμές – είναι φαβορί για το Όσκαρ σεναρίου και παίζει σοβαρά στη διεκδίκηση της καλύτερης ταινίας,. Ως παιάνας στη μαχητικότητα και το πείσμα των κομάντο για την αλήθεια, το φιλμ του Μακάρθι, με την εξαιρετική οργάνωση του υλικού και το δυνατό θέμα, πετυχαίνει κι αυτό την αποστολή του. Ως πρωτότυπος τρόπος αφήγησης, με πιθανή αφαίρεση στην εικόνα, το περσινό El Club του Πάμπλο Λαραΐν συγκρούστηκε πιο αποτελεσματικά με το σκάνδαλο, από την πλευρά των ανθρώπων που πραγματικά πόνεσαν.