Με το ντοκιμαντέρ Where to invade next, ο Μάικλ Μουρ επιχειρεί ειρηνική απόβαση σε χώρες εκτός ΗΠΑ, με σκοπό να αποθησαυρίσει οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις, να τις κατακτήσει συμβολικά και να φέρει πίσω στη χώρα του τα καλούδια που θα του φαίνονταν χρήσιμα. Ο ιδιότυπος Αμερικανός κινηματογραφιστής δεν έχει αλλάξει το στυλ του, αν και αυτήν τη φορά δεν επιμένει τόσο στην επιθετική πολεμική εναντίον των διαβολικών στοιχείων που έχουν αλλοιώσει σημαντικά τον ιστό και το όραμα της χώρας στην οποία ανατράφηκε (προλεταριακά, όπως έχει επισημάνει στο παρελθόν), διαμένει και εργάζεται. Θεωρεί πλέον δεδομένη την καταστροφική σπατάλη σε πολέμους που δεν έπρεπε να έχουν γίνει και δεν δικαιώθηκαν ηθικά και πρακτικά, και προτιμά μια φαινομενικά casual ταξιδιωτική περιήγηση βασικά στην Ευρώπη, καθώς και στην Τυνησία, όπου παρατηρεί διαφορετικά πεδία: οι αργίες και οι πληρωμένες διακοπές στην Ιταλία, τα γκουρμέ σχολικά γεύματα στη Γαλλία, το δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα που σκορπάει ευτυχία στους φοιτητές της Σλοβενίας και στους μαθητές της Φινλανδίας, το πρότυπο, ήπιο σωφρονιστικό σύστημα στη Νορβηγία, η τιμωρία των υπαίτιων για την κρίση τραπεζιτών στην Ισλανδία, και, διαμέσου της υψηλής θέσης της γυναίκας στην ίδια χώρα, το πέρασμα στη μουσουλμανική Τυνησία, για τον επιτυχημένο αγώνα των γυναικών, όταν η μετάβαση από τη μοναρχία στη δημοκρατία απείλησε τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Με την παρεμβατική, σεναριακή μεθοδολογία του ο Μουρ απέσπασε τα καλύτερα από τα κοινωνικά αγαθά και υποσχέθηκε να τα προτείνει στους συμπολίτες του, συνειδητοποιώντας στην πορεία πως τα περισσότερα από αυτά ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ, μόνο που ξεχάστηκαν, αγνοήθηκαν ή καταπατήθηκαν καθοδόν προς τον εργασιόπληκτο πλουτισμό και την άνευ όρων ελεύθερη οικονομία. Είναι σαφές πως ο Μάικλ Μουρ, με την απαράλλαχτη στρογγυλή φιγούρα, την οικουμενική αμεσότητα και, αυτήν τη φορά, μια αμερικανική σημαία φορτωμένη στα μπαγκάζια του, γνωρίζει πώς να αφηγηθεί την ιστορία που βάζει στο μυαλό του και πώς να τη δουλεύει σαν εργάτης με κάμερα – κάποια στιγμή, περπατώντας δίπλα στο πάλαι ποτέ Τείχος του Βερολίνου, λέει πως με σφυρί και σκαρπέλο το αποτέλεσμα προκύπτει με καθημερινή, σταδιακή εργασία, από το λίγο στο πολύ, και μόνο έτσι ανατρέπεται μια παγιωμένη κατάσταση, όπως η κατάργηση του απαρτχάιντ ή οι γάμοι μεταξύ ομοφυλόφιλων, ανήκουστα ταμπού, ως και ελάχιστο χρονικό διάστημα πριν από την πραγματοποίηση τους. Και όλα αυτά, με μια μείξη εκλαΐκευσης και χιούμορ, ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον και την προσοχή του απλού ανθρώπου, δηλαδή του φυσικού αποδέκτη μιας κατά βάση διδακτικής παραίνεσης για επιστροφή στις αυτονόητες σοσιαλιστικές αξίες. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσει σκληρά για να πείσει εμάς – μας έχει κερδίσει με το «καλημέρα», γιατί συμφωνούμε ούτως ή άλλως μαζί του (δεν βλέπουμε ειδήσεις από το Fox Channel, άλλωστε). Το θέμα είναι να ξεκουνήσει, χωρίς να ξενίσει, το παραφορτωμένο από τη μυθοπλαστική φαντασία τσερβέλο των παραδομένων στη θορυβώδη ψυχαγωγία Αμερικανών.