Ματωμένα Χριστούγεννα στην ηλιόλουστη Αυστραλία, αν και δεν είναι οι πρώτες μαύρες γιορτές στη φιλμογραφία του Νίκολας Κέιτζ – στο Family Man του 2000 είχε ξυπνήσει ανύποπτος στον φτωχικό εφιάλτη του Νιου Τζέρσεϊ και ίδρωσε να ανακτήσει τη χαμένη του πολυτέλεια στη Νέα Υόρκη, παγιδευμένος σε ένα μαγικό καπρίτσιο αλληγορικά ντικενσιανό και ζοφερά ρομαντικό. Στο Surfer είναι ο φερώνυμος πρωταγωνιστής στο κυνήγι μίας ακόμα χίμαιρας, του παντοτινού ονείρου της ειδυλλιακής παιδικής ηλικίας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, αλλά έχει πλέον τη μεγάλη ευκαιρία να ξαναβρεί για να πατσίσει για μια ζωή οικονομικά επιτυχημένη, αλλά προφανώς κενή συναισθήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο επιστρέφει στην αγαπημένη του παραλία, τη Luna Bay, εκεί όπου μεγάλωσε κάνοντας σερφ, μαζί με τον έφηβο γιο του, αποφασισμένος να αγοράσει το πατρικό του στον λόφο του όρμου με θέα τα μαγευτικά κύματα και τα χρυσά ηλιοβασιλέματα της νιότης. Βασικό εμπόδιο για την εξαγορά είναι η εκφοβιστική παρέα του Σκάλι (ο Τζούλιαν Μακμάν, γιος του πρωθυπουργού της Αυστραλίας!), τα μέλη της οποίας έχουν οικειοποιηθεί την περιοχή και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να παρεισφρήσει, με το έτσι θέλω και με καθαρά γκανγκστερικές μεθόδους. Ο Surfer στέλνει τον τρομοκρατημένο γιο στο σπίτι και μένει στο πάρκινγκ πάνω από την ακτή, παρακολουθώντας τις κινήσεις της παρέας και παράλληλα επικοινωνώντας με τον σύνδεσμό του στην τράπεζα για τη συναλλαγή, της οποίας η ολοκλήρωση δεν φαίνεται εύκολη. Καταλήγει μόνος κι έρημος ανάμεσα σε αδιάφορους αγνώστους και περαστικούς, με μοναδικό στήριγμα τον τρελό της γειτονιάς, έναν γηραιό κύριο που έχει χάσει τον δικό του γιο και του χαρίζει τα κιάλια του, παραχωρώντας του με έναν τρόπο το δυσοίωνο χρίσμα του απελπισμένου stalker.

 

Η εικόνα του κοστουμαρισμένου Κέιτζ σταδιακά αποσυντίθεται κάτω από τον καυτό ήλιο, καθώς καταλήγει να μοιάζει άστεγος και κακομοίρης, σκιά του γιάπη που κατέφθασε φρέσκος και ανυποψίαστος για την παράλογη αντίσταση που θα συναντούσε – όλοι τον βγάζουν τρελό και αναγκάζεται να επιστρατεύσει ένστικτα επιβίωσης για να βρει το δίκιο του μέσα σε έναν κλιμακούμενο παραλογισμό. Κάνοντας την παγκόσμια πρεμιέρα της στα midnight screenings του περσινού Φεστιβάλ Καννών, η ταινία εμπνέεται από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στη Lunada Bay της Καλιφόρνια, όπου μια αρχικά ανώδυνη αδελφότητα surfers των ’60s που έφτασε τον τοπικισμό στα άκρα, εξελίχθηκε σε συμμορία και κατηγορήθηκε για εκτεταμένες βιαιοπραγίες (ως και βιασμούς) στα πρόσφατα χρόνια. Ο σκηνοθέτης Λόρκαν Φίνεγκαν προεκτείνει το κλισέ της κολεγιακού τύπου μύησης των νέων μελών σε έναν κύκλο οπαδικής αφοσίωσης, σε ανοιχτό χώρο και απρόσμενο περιβάλλον, δημιουργώντας αδιαπέραστο τείχος για οποιονδήποτε έχει αντίρρηση για τις διαδικασίες ή απλώς διαφορετική φιλοσοφία: είναι μια μεταφορά του ευρέως διαδεδομένου tribalism, της διάθεσης κυριαρχίας μιας μικρής ομάδας που οργανώνεται σε συμπαγή «φυλή» και καταφεύγει σε κάθε αυθαίρετο μέσο για να αποκλείσει τους έξω. Τα κύματα όμως ανήκουν σε όλους και το Surfer εκμεταλλεύεται τη μανιακή περσόνα του Κέιτζ για να αντιστρέψει τις εναντίον του συνθήκες και να καταρρίψει στο άβατο των καταπατητών με πείσμα και αυταπάρνηση, με την τρέλα μιας b-movie περιπέτειας που έχει πάθει κανονική ηλίαση και όσο περνά η ώρα φαντάζει σαν κινηματογραφική παραίσθηση – και, ευτυχώς, δεν παραδίδεται σε ένα εύκολο happy end.