Πέρα από παραπομπή στην ευρέως αναγνωρίσιμη μυκονιάτικη επωνυμία, ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Στιβ Κρικρή έχει τόσο κυριολεκτική όσο και ειρωνική σημασία – αν και η πλάστιγγα γέρνει θεαματικά υπέρ της πρώτης. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό λεύκωμα αναμνήσεων, που περιγράφει τη μετατροπή ενός άγονου νησιού, βυθισμένου στη φτώχεια, σε προορισμό «περήφανης», ηδονιστικής διασκέδασης, ευρισκόμενης σε ευθεία γραμμή με την αρχαιοελληνική έκσταση λόγω της γειτνίασης με τη Δήλο, κατά την πεποίθηση ορισμένων από τις παρελαύνουσες ομιλούσες κεφαλές.

 

Υπάρχει μια σαφής ρομαντική διάθεση προς τη Μύκονο των ’70s και των ’80s. Δίνεται η εικόνα μιας queer ετεροτοπίας εντός του Αιγαίου και όχι του νησιού –να μια βασική διαφορά με την παρεμφερή Λεσβία–, πιο αθώας μες στην πονηράδα της, απευθυνόμενης ως έναν βαθμό σε παλιούς θαμώνες και καλά πληροφορημένους, καθώς λαμβάνονται ως δεδομένες η μυθική διάσταση της ονοματολογίας και η inside γνώση ιστοριών που αφορούν αυτά τα ονόματα – π.χ., η αποπομπή του Πιέρο από ένα μαγαζί που έφερε το όνομά του. Στο φινάλε το ντοκιμαντέρ θρηνεί για τη μετατροπή αυτού του παραδείσου σε άντρο νεοπλουτισμού, έχοντας, όμως, παραβλέψει την προνομιούχο φύση και θέση των αλλοτινών επισκεπτών του και αποφύγει να φωτίσει (και) την αρνητική πλευρά εκείνου του τουριστικού εποικισμού – έλειπε εντελώς η ασυδοσία και η επίδειξη πλούτου από τις «ένδοξες» εποχές της Μυκόνου; 

 

Ωστόσο, είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης η εξιδανίκευση των περασμένων. Χρειαζόμαστε την ασφάλεια και τη σταθερότητα των «καλύτερων ημερών» κι ας είναι κατά ένα μέρος όπως τις πλάσαμε στο κεφάλι μας για να βγάλουμε τη νύχτα. Το Super Paradise συνειδητά παραμερίζει τη διαλεκτική, αφήνει τους ομιλητές του να διατηρήσουν ζωντανές αυτές τις «καλύτερες μέρες», όπως θέλουν να τις θυμούνται, βρίσκει και το δέον ηχοτοπίο στις συνθέσεις του Coti K., και κατορθώνει τον μικρό, απολαυστικό φόρο τιμής του σε έναν μυθικό πια, χαμένο «παράδεισο». Κι όταν ο μύθος έχει καταστεί «αλήθεια», τον προτιμούμε από την αλήθεια – τα είχε πει κι ο Τζον Φορντ στο σπουδαίο The man who shot Liberty Valance.