Δεν είναι σίγουρο πως το rock’n’roll είναι ικανό να αλλάξει τον κόσμο. Ένα και μόνο άλμπουμ όμως μπορεί να σώσει έναν καλλιτέχνη, με την προϋπόθεση να το κάνει με –και για– την ψυχή του.
Το 1982 ο Μπρους Σπρίνγκστιν ήταν ήδη «το Αφεντικό». Φρέσκος από την επιτυχία του με το «River», ο δημιουργός του «Born to run» απολάμβανε τις επικές συναυλίες με την μπάντα του, παραμένοντας παιδί της γειτονιάς, ένας απλός, τίμιος και λιγομίλητος τύπος με πιστούς συνεργάτες, λίγους φίλους, χρυσή καρδιά και βλέμμα που πρόδιδε έναν άλυτο λογαριασμό από το παρελθόν. Άκουγε το δικό του hit, «Hungry Heart», να παίζει χαρωπά στο ραδιόφωνο και σκυθρωπός άλλαζε σταθμό, ένιωθε πως χρωστούσε κάτι στον εαυτό του, που αν δεν το αναζητούσε, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Τα γεμάτα ενέργεια διαμάντια από το «Born in the USA», το ομώνυμο τραγούδι, το «I’m on fire», το «Glory Days» και τα υπόλοιπα, είχαν ήδη ηχογραφηθεί, και προς απογοήτευση της ενθουσιασμένης από το αποτέλεσμα εταιρείας του, επέμεινε να μπουν στο ράφι, προβληματίζοντας όσους τον ήξεραν καλά, τον πίστευαν πολύ και υπολόγιζαν τεράστια κεφαλαιοποίηση από το διαγραφόμενα εμπορικότατο υλικό. Ακόμη και ο πιο δικός του άνθρωπος, ο Τζον Λάντο, σάστισε, αν και γρήγορα κατάλαβε πως έπρεπε να τον περιμένει. Ο Σπρίνγκστιν κρύφτηκε στο υπνοδωμάτιό του στην εξοχή του Νιού Τζέρζι και ουσιαστικά οπισθοχώρησε στα παιδικά του χρόνια και σε ένα ζωοφόρο περιβάλλον από το οποίο αισθάνθηκε πως σταδιακά ξέκοψε εντελώς. Οι ρίζες του όμως δεν ήταν αυστηρά γεωγραφικές και βιωματικές: εμπνεύστηκε από ιστορίες παρανόμων και εκείνες της καθολικής Ιρλανδής Φλάνερι Ο’Κόνορ, τη φολκ και τη ροκ μουσική των ειδώλων του, ταινίες όπως τα Σταφύλια της Οργής, το True Confessions και το Badlands του Τέρενς Μάλικ, αλλά και ιστορικά βιβλία, για να γράψει νοσταλγικές, συχνά λυπητερές μπαλάντες προλεταριακής ευαισθησίας και ιδιάζοντος πατριωτισμού, απλές στη φόρμα, αποκλειστικά ακουστικές, σε κριτικό και ανεξάρτητο πνεύμα, και σίγουρα εντελώς προσωπικές. Τις ηχογράφησε με υποτυπώδη, ερασιτεχνικό εξοπλισμό, σε κασέτα, με μικρόφωνο, κιθάρα και φυσαρμόνικα, και δεν ησύχασε μέχρι να τις ακούσει μεταφερμένες σε δίσκο ακριβώς όπως υπαγόρευε το mood της ιδιωτικής ηχογράφησης, με όλες τις ατέλειες της παραγωγικής διαδικασίας και την ενδοσκόπηση που έκρυβαν στον πυρήνα τους.
Ένα μόνο κομμάτι, που ήταν και το πιο δύσκολο, έμενε για να ολοκληρώσει το επώδυνο «πακέτο», το «My Father’s House», εκεί που στριμώχτηκαν όλες οι απωθημένες αναμνήσεις από τον κακοποιητικό πατέρα, διαχωρίζοντας το σπίτι του πατριάρχη της οικογένειας από την έλλειψη ασφάλειας και στοργής. Ο σκηνοθέτης της βιογραφικής ταινίας, Σκοτ Κούπερ, το ντύνει υπέροχα σαν ασπρόμαυρο φλασμπάκ βιντεοκλίπ με τον Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ να παρατηρεί ανήμπορος το τρομαγμένο αγόρι που κάποτε ήταν, (δίπλα σε έναν βλοσυρό πατέρα που έμοιαζε περισσότερο με φύλακας ενός ανήλικου κρατουμένου), πλήρως ταυτισμένος με τους καταδιωγμένους από τον δαιμονικό Ρόμπερτ Μίτσαμ μικρούς πρωταγωνιστές της κλασικής Νύχτας του Κυνηγού. Το θλιμμένο βλέμμα του βραβευμένου με Emmy σταρ του «Bear» ταιριάζει με τη θρηνητικό περιπλάνηση του Σπρίνγκστιν την περίοδο που πάλευε με την αδιάγνωστη ακόμη κατάθλιψη. Σε στιγμές, φαίνεται ανάλογο με το περσινό A Complete Unknown, αλλά ενώ ο Ντίλαν σκεφτόταν πώς θα ξεφύγει από την ταμπέλα του φολκ ήρωα για να κάνει την τομή προς την ηλεκτρική του περσόνα, το Deliver me from nowhere δεν βυθίζεται στο μυστήριο ενός δύσθυμου καλλιτέχνη, αλλά προσπαθεί να λυτρώσει έναν καθ’ όλα λειτουργικό ήρωα της ροκ από την ψυχική ασθένεια που δεν έχει τα εργαλεία να την αντιμετωπίσει. Στο Νεμπράσκα «έρυτο αυτόν εκ του μηδαμού», όπως θα μεταφραζόταν ο βιβλικός τίτλος, ο Σπρίνγκστιν δικαιώθηκε συγχρονικά και αναδρομικά για την ποιητική του παρένθεση, και ο Σκοτ Κούπερ υπογράφει μια τρυφερή ωδή στην καλλιτεχνική αυτοεκτίμηση, ευτυχώς επικεντρώνοντας την ταινία στο συγκεκριμένο και πολύ σημαντικό χρονικό διάστημα, χωρίς συμβιβασμούς.








- Facebook
- Twitter
- E-mail
0