Αν έχουμε μία και μοναδική ευκαιρία να δούμε τον Μπόγκαρτ να ενσαρκώνει στο πανί έναν τύπο που πλησίαζε όσο το δυνατό περισσότερο τον Χάμφρεϊ, αυτή είναι το απαράμιλλο Σε έναν έρημο τόπο ‒ το προσυπογράφει η πάλαι ποτέ Λούλου του Παμπστ, Λουίζ Μπρουκς, σε μια αναλυτική πραγματεία για τον αθάνατο Ρικ Μπλέιν της Καζαμπλάνκα, επιμένοντας μάλιστα πως επιτέλους απέβαλε την αδράνεια που χαρακτηρίζει πολλές από τις ερμηνείες του. Ο Μπόγκαρτ λάτρεψε το σενάριο των Σολτ και Νορθ, που αποτελούσε διασκευή του μυθιστορήματος της Ντόροθι Χιουζ, ανέλαβε ο ίδιος την παραγωγή μέσω της ανεξάρτητης εταιρείας του Santana (έτσι είχε βαφτίσει και το αγαπημένο του ιστιοπλοϊκό), στρατολόγησε τον σκηνοθέτη Νίκολας Ρέι, με τον οποίο είχε μόλις συνεργαστεί αρμονικά στο Knock on any door, και έλεγξε τα πάντα, εκτός από το κάστινγκ, αφού ήθελε διακαώς να συμπρωταγωνιστήσει με τη σύζυγό του Λόρεν Μπακόλ, η Warner Brothers, όμως, ενοχλημένη από την αυτονόμησή του, δεν την παραχωρούσε δανεική με τίποτα και η Γκλόρια Γκρέιαμ, τότε σύζυγος του Ρέι, πήρε τελικά τον ρόλο ‒ και ήταν υπέροχη!

 

Για λόγους που δεν είναι κατανοητοί ούτε αποδεκτοί, το In a lonely place δεν τοποθετείται ψηλά ούτε καν μέσα στις δεκάδες με τα σπουδαιότερα νουάρ ή τις εμβληματικότερες ταινίες με άξονα το Χόλιγουντ ή την πόλη που το γέννησε (έκανε πρεμιέρα το 1950, τη χρονιά που η Λεωφόρος της Δύσης και το Όλα για την Εύα μονοπώλησαν τα Όσκαρ και έγραψαν ιστορία στη θεματική της show business). Ο Κέρτις Χάνσον είχε επανειλημμένως τονίσει πως το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό είχε επηρεαστεί κυρίως από αυτό και πως είχε παρακινήσει τους ηθοποιούς του να το δουν και να το μελετήσουν για να διαπιστώσουν ποιο ακριβώς είναι το πνεύμα της εποχής και το «γράμμα» του χώρου. Ίσως να το διαισθάνθηκε ως καλλιτέχνης, γιατί η ταινία του ήταν όντως εξαιρετική, αλλά δεν νομίζω πως ακαδημαϊκά απέδωσε επαρκώς στις παρατηρήσεις του τα σχόλια που έκανε στην ειδική έκδοση του DVD.

 

Η αρχιτεκτονική του φιλμ είναι μοναδική: η κάμερα δεν ανοίγεται ποτέ, ο τόπος είναι συνήθως έρημος και οι βασικοί χώροι περιορίζονται σε δυο-τρία διαμερίσματα, το αστυνομικό τμήμα και το εστιατόριο του Πολ, το στέκι του σεναριογράφου Ντίξον Στιλ, εκεί όπου συναντά μια εργαζόμενη, την προσκαλεί στο διαμέρισμά του απλώς για να του διαβάσει ένα υποψήφιο για σενάριο βιβλίο, επειδή εκείνος βαριέται, και την καληνυχτίζει αθώα. Η πρόθυμη Μίλντρεντ βρίσκεται δολοφονημένη το επόμενο πρωί και ο Στιλ τίθεται αμέσως επικεφαλής στη λίστα των λιγοστών υπόπτων, παρά την επίμονη διαβεβαίωση του αστυνομικού και πρώην συμπολεμιστή του Στιλ προς τον εχθρικό προϊστάμενό του για την αθωότητα του παλιού του φίλου. Στο τμήμα, ο ευέξαπτος Στιλ γνωρίζεται περισσότερο με τη γοητευτική γειτόνισσά του, τη Λόρελ Γκρέι, άσημη ηθοποιό, μπλεγμένη σε μια βασανιστική σχέση. Αμέσως του κεντρίζει το ενδιαφέρον, κι αυτός το δικό της ‒ του το λέει, αλλά δεν ενδίδει αμέσως. Ο Στιλ είναι σεναριογράφος, απογοητευμένος από την πιάτσα, αδιάφορος με τη δουλειά, διεκπεραιωτής, που αναλαμβάνει ταινίες χωρίς προσδοκίες. Ίσως έχει σταματήσει να ελπίζει ακόμη και σε θαύμα, ώσπου ο φόνος μια αθώας κοπέλας ξυπνά τη φυσική περιέργειά του και μαζί τη συγγραφική του διαστροφή, καθώς ειδικεύεται στη λύση της βίας. Παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίον ο επιθεωρητής προσπαθεί να τον παγιδέψει και δεν τον αποτρέπει εντελώς από τη διάτρητη επιχειρηματολογία του. Σχεδόν το διασκεδάζει. Ακονίζει τον κυνισμό του, σαν να μην είναι ο ίδιος κατηγορούμενος αλλά συνδημιουργός ενός αστυνομικού δράματος που πρόκειται να γυριστεί σε ταινία. Η συμπόνια του είναι στενή, όσο στεγνός και μετρημένος, γνήσια νουάρ είναι ο λόγος του. Θα τον χαρακτήριζες απάνθρωπο (ή μισάνθρωπο), αλλά ένας μπαρουτοκαπνισμένος βετεράνος με αιχμηρό χαρακτήρα, που λόγω επαγγέλματος έχει μετατραπεί σε ερημίτη με το ζόρι, δικαιολογείται. Μόνο ο παλιός του φίλος τον καταλαβαίνει και τον στηρίζει και ξαφνικά έρχεται στη ζωή του μια ανατροπή στην πλοκή που έχει μόλις σκαρώσει. Η Λόρελ του εξάπτει αληθινά τη φαντασία: είναι μια ερωτική φαντασίωση που επιτέλους γίνεται πραγματικότητα, μοναχική ψυχή κι αυτή, με εξίσου κοφτές και σκοτεινά χιουμοριστικές, σχεδόν αφοριστικές απαντήσεις, ένα μοιραίο, όμορφο θηλυκό που συμπληρώνει την εικόνα που έχει πλάσει για το σκληρό, κινηματογραφικό του ειδύλλιο, που μάλιστα γεννήθηκε μέσα από συνθήκες ζόρικες, απόλυτα ταιριαστές στην προσωπικότητά του. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια άψυχη κούκλα. Τον βοηθά στο σενάριο που πυρετωδώς ετοιμάζει και τα αισθήματά της προς αυτόν δείχνουν αυθεντικά. Ίσως ο Στιλ αγαπά για πρώτη φορά και αποκαλύπτει τον φόβο που κρύβει καλά στο πρώτο μισό της ταινίας μέσα από παράλογες σκηνές ζηλοτυπίας και αυξανόμενη επιθετικότητα ‒ κάπου εκεί η Λουίζ πρέπει να βρήκε παραλληλισμούς με τον αληθινό Bogey, καθώς στο πρόσωπο της Μπακόλ είχε βρει ένα φωτεινό αντίδοτο στα εκρηκτικά του ξεσπάσματα.

 

Διψασμένος για ηδονή ήταν ο πρωτότυπος, εξωφρενικός ελληνικός τίτλος της ταινίας, εντελώς άστοχος, διότι ο ήρωας δεν γύρευε ακριβώς την ηδονή και σίγουρα παραήταν μπλαζέ για οποιαδήποτε δίψα, πέραν ίσως του μαρτίνι στο χολιγουντιανό στέκι ή στο piano-bar που εγκατέλειψε άρον-άρον, όταν αίφνης ένιωσε απειλούμενος. Όσο κι αν το ονοματεπώνυμο του χαρακτήρα στην ταινία ήταν μια πιπεράτη μεταφορά (το Dix, φυσικά, είναι παρήχηση του πέους στην αργκό και το Steele ακούγεται ως Ατσάλινος, με ελαφρώς διαφορετική ορθογραφία!), το θέμα δεν αναλώνεται σε λογοπαίγνια γύρω από τη λαγνεία και το σεξ, που σίγουρα αποτελεί κινητήρα στη σχέση του ζευγαριού. Ο Νίκολας Ρέι οδηγεί την ιστορία, καθαρά και δεξιοτεχνικά, χωρίς εφέ, πανοραμικά πλάνα, βροχές και αστραπές, χολιγουντιανό εξωτισμό ή μελανούς υπερτονισμούς, σε μια διπλή αφήγηση: από τη μια, ένας άνδρας και μια γυναίκα ζουν τον έρωτά τους δίχως περιστροφές και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Κουβαλούν τις αποσκευές τους, αλλά στην ανταλλαγή βλεμμάτων και στη γλώσσα του σώματός τους μας πείθουν πως δεν τους νοιάζει το μέλλον που υπαγορεύουν οι άλλοι, ή οι αντίξοες συνθήκες. Στον έρημο τόπο ζουν την ευτυχία χωρίς αποδράσεις, για όσο τους επιτραπεί, επειδή θέλουν πολύ ο ένας τον άλλο. Παράλληλα, θα μπορούσαν να πρωταγωνιστούν σε μια ταινία μέσα σε ταινία, αυτήν που φαντάζεται ο Στιλ στο μυαλό του. «Γεννήθηκα όταν με φίλησε, πέθανα όταν με άφησε και έζησα για λίγες εβδομάδες, όσο με αγάπησε». Αυτή είναι η ακαταμάχητη ατάκα που προβάρει ο Στιλ, υπαγορεύοντάς την στη Λόρελ. Έτσι ζωντανεύει την κορυφαία σκηνή ενός νοερού έργου σε εξέλιξη, μιας σχέσης που κινδυνεύει να καεί από τη φλόγα της, σαν ονειρική παρένθεση σε μια σειρά από κακούς οιωνούς. Ο Ρέι το υπονοεί και ο Μπόγκαρτ το μεταφράζει σε μία από τις πιο περίπλοκες ερμηνείες του, περνώντας από την παθητική θέση του κλέφτη της ζωής των άλλων στο πάθος του αισθηματία που ρίχνει τις άμυνές του και, επιτέλους, γίνεται τρυφερός, χωρίς να νοιάζεται αν η κάμερα διαιωνίζει τον πετρωμένο μύθο που τόσα χρόνια έχτιζε ‒ για τον ηθοποιό που λάτρευε το επάγγελμα και τους συναδέλφους του, αν και δεν του φαινόταν, τον ακριβώς επόμενο χρόνο θα ακολουθούσε η Βασίλισσα της Αφρικής, η πολυβραβευμένη παρέκκλιση στη φιλμογραφία του και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα της φιλοδοξίας του.

 

Δύο χρόνια πριν από το Όσκαρ της για το The bad and the beautiful, η Γκρέιαμ πλάθει μια εύθραυστη fatale, καμία σχέση με «τις πονηρές, τις χαριτωμένες και τις σαχλές», όπως την ανατέμνει επακριβώς ο Στιλ άμα τη εμφανίσει, διάφανη και αινιγματική ταυτόχρονα, φιλάρεσκη και παραδομένη, επιφυλακτική, αλλά ειλικρινής στην ουσία, κερδίζοντας υπερήφανα όλες τις αντιθέσεις που προκύπτουν από τον χαρακτήρα της. Σε σύγκριση με την Μπακόλ, έριχνε πιο αχνή σκιά στη λυγερή περπατησιά της, προσκαλούσε τον άνδρα της ζωής της, χωρίς να εκβιάζει τη βούλησή του. Λίγα χρόνια πριν εκραγεί στην ασταμάτητη νεότητα του Επαναστάτης χωρίς αιτία και στην οπερατική πολυχρωμία του Τζόνι Γκιτάρ, ο Νίκολας Ρέι διέκρινε ένα διαμαντένιο κείμενο, κατεύθυνε το πρωταγωνιστικό ζευγάρι προς μια εσωτερικότητα σπάνια στο είδος, άδειασε τις σεκάνς από περιττό στυλιζάρισμα και διόρθωσε το φινάλε, μετατοπίζοντας την τραγωδία από το προφανές και το εύκολο σε ένα εκκρεμές, αλλά δίκαιο ερώτημα προς το κοινό.