Το sequel του Σωματοφύλακα του Εκτελεστή ακολουθεί μια συνταγή πολύ γνωστή και συχνά εφαρμοσμένη σε συνέχειες ταινιών όπου το πρώτο μέρος, εκτός από δράση, καλείται να συστήσει χαρακτήρες στο κοινό και να προσπαθήσει να αρπάξει την προσοχή του. Στη συγκρουσιακή σχέση του ανίκητου εκτελεστή (Σάμιουελ Τζάκσον) και του ευάλωτου σωματοφύλακά του (Ράιαν Ρέινολντς) προστίθεται η σύζυγος του πρώτου, μια εκρηκτική Λατίνα (Σάλμα Χάγιεκ) που τον λατρεύει και τον γουστάρει ασυνθηκολόγητα, τον ζηλεύει παράλογα και καίει φλάντζα οποτεδήποτε αντιλαμβάνεται πως θίγεται ή απειλείται. Ο Πάτρικ Χιουζ, που σκηνοθετεί τις ιστορίες που γράφει ο Τομ Ο’Κόνορ, προέρχεται από τον χώρο της διαφήμισης και άρπαξε την ευκαιρία να αναρριχηθεί στο κλαμπ των ακριβών παιχνιδιών για σκληρά αγόρια κάποιας ηλικίας με το Αναλώσιμοι 3. Η αποστολή του ήταν να μοιράσει την μπάλα σε action stars τουλάχιστον τριών γενεών και ισάριθμων ηπείρων με μεγα-επιτυχίες στο ενεργητικό τους και εμφανώς διαφορετικά στυλ κάτω από την ομπρέλα της ισοπεδωτικής περιπέτειας που ξορκίζεται από διάσπαρτους αστεϊσμούς και αναρίθμητους πυροβολισμούς. Το συλλογικό όχημα ολικής ή μερικής επαναφοράς των Σλάι, Άρνολντ, Μελ, Τζετ, Χάρισον, Τζέισον, Ντολφ και Γουέσλι Σνάιπς, που χάρισε στο δύσμοιρο Κέλσι Γκράμερ το Χρυσό Βατόμουρο, απέτυχε, όχι βέβαια στους χαμένους κύκλους των κριτικών που τους είχε (ξε)γραμμένους ούτως ή άλλως, αλλά ειδικά στα νεανικά δημογραφικά κοινά, που ήταν και το ζητούμενο για να φτάσει στην απόσβεση του υψηλού κόστους συντήρησης του franchise και των υψηλόμισθων πρωταγωνιστών του. Παρ’ όλα αυτά, του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία, με τον Σωματοφύλακα του Εκτελεστή και εκεί έδειξε ότι με ένα πιο ευέλικτο καστ φέρνει περισσότερα εισιτήρια. Όπως, ωστόσο, φαίνεται στο δεύτερο μέρος, το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς η ίδια η ταινία αλλά ο Ράιαν Ρέινολντς.

 

Ο Καναδός ηθοποιός έχει αναπτύξει μια περσόνα που βασίζεται στον τρόπο που ανακουφίζει τη δράση, παρωδώντας τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Βενιαμίν μιας οικογένειας με τέσσερα αγόρια, ο Ρέινολντς έχει δηλώσει πως από μικρός ήταν ο κινούμενος στόχος που όφειλε να επιβιώσει χρησιμοποιώντας το πνεύμα του, ενώ παράλληλα μαλάκωνε τις εντάσεις μεταξύ των γονιών του με το ετοιμόλογο χιούμορ του. Όμορφος και γλυκός, ήταν ιδανικός γαμπρός-θύμα στην Πρόταση, απόλυτα ταιριαστός στα απανωτά, νόστιμα εξευτελιστικά τεστ που τον υπέβαλλε η νευρωτική, μονίμως συγχυσμένη προϊσταμένη του Σάντρα Μπούλοκ. Μετά από άνισες απόπειρες να βρει το στίγμα του, πέτυχε διάνα με το Deadpool, το οποίο πιστώνεται προσωπικά. Με ένα πρόσωπο φιλικό για την οικογένεια και τα παιδιά και μια προσωπικότητα που δεν ταυτίζεται εξαρχής με τον κλασικό ηρωισμό, διέκρινε το ξέφρενο δράμα στον διχασμό του Γουέιντ Γουίλσον, δούλεψε τον ιδιαίτερο τόνο του σημαδεμένου/μεταλλαγμένου μισθοφόρου. Έκτοτε, έχει βαλθεί να εξαντλήσει το καλωσόρισμα του εναλλακτικού υπερήρωα με υπερέκθεση της ευφυΐας του και αυτοϋπονομεύεται από την επανάληψη. Το έκανε στο Red Notice απέναντι στον Ντουέιν Τζόνσον, έναν επίσης αγαπητό σταρ που προσπαθεί να πετάξει από πάνω του τον μονοδιάστατατο όγκο του The Rock, και έμοιαζε να ανταγωνίζεται την ταχύτητα του πιο ευέλικτου συμπρωταγωνιστή του. Στο πρόσφατο Adam Project, την κομεντί επιστημονικής φαντασίας που προβάλλεται στο Netflix, κινείται πιο άνετα σε γνώριμα νερά, καθώς έρχεται σε επαφή με τον δωδεκάχρονο εαυτό του, συνεπώς με την παιδική πλευρά του, σε μια ανανεωμένη νοσταλγία του νεανικού κύματος από τα ’80s, σαν τον E.T. που επέστρεψε ως Starman στο παρόν για να διορθώσει μια χρονοταξιδιάρικη αδικία και στο μεταξύ να βάλει στη θέση τους τα παιδιά που τον εκφόβιζαν. Δεν του είναι εύκολο να αντισταθεί στις εξυπνάδες, αν και είναι αποτελεσματικός και λειτουργικός, πάντα ο ατακαδόρος με τα απωθημένα daddy issues που βρίσκει μπελάδες επειδή δεν εννοεί να κλείνει το στόμα του, όπως στο περσινό φουτουριστικό κυνηγητό του Free Guy, μια πρωτότυπης και παιχνιδιάρικης εξτραβαγκάντσας που του ταίριαξε. Στον Σωματοφύλακα της Γυναίκας του Εκτελεστή επαναλαμβάνεται και ζορίζεται για να σώσει την κατάσταση. Είναι σαν να εξαρτάται ολόκληρη η πλοκή από τα αστεία του, και επειδή ακούγονται βεβιασμένα, σαν προβαρισμένη «κονσέρβα» που έχει ξαναπαρουσιάσει, η μηχανική δράση μένει μετέωρη και καρτουνίστικη. Η ταινία βασίζεται στην ακραία δυναμική των τριών φυγάδων που καταζητούνται από τους πάντες, τις Αρχές, αναλώσιμες ομάδες παρανόμων, ακόμη και από έναν Έλληνα εφοπλιστή, τον Αριστοτέλη Παπαδόπουλο (τον υποδύεται με ισπανοειδή αγγλικά, σε μια παραλλαγή του Ωνάση, ο Αντόνιο Μπαντέρας), που θέλει να καταστρέψει την Ευρωπαϊκή Ένωση για να την εκδικηθεί για την εχθρική της στάση απέναντι στο χρέος της χώρας μας και τα δικά του συμφέροντα ‒ αλήθεια! Το πρόβλημα του Ρέινολντς στην ταινία δεν είναι τόσο τα λάθη που του στοίχισαν την άδεια άσκησης επαγγέλματος, η καταστροφική μανία της Σάλμα Χάγιεκ, που τα κάνει λίμπα και σκοτώνει αδιακρίτως για ψύλλου πήδημα ή η απερίσκεπτη συμπεριφορά του Σάμιουελ Τζάκσον, ενός εκτελεστή που δεν υπολογίζει τις συνέπειες κάθε χτυπήματος (τελικά είναι ο πιο αστείος και cool της ταινίας, που ψάχνει απελπισμένα το cool στοιχείο) αλλά η απόρριψη από τον επίσης βετεράνο bodyguard, θρυλικό στην πιάτσα, Μόργκαν Φρίμαν. Στις κοινές τους σκηνές πάνε να δημιουργήσουν ένα ένθετο ντουέτο με την αντίθεση του μελίφωνου ξερού χιούμορ ενός απόμακρου πατριάρχη και της καταρρέουσας έκκλησης του θετού γιου για αποδοχή, αλλά έρχεται ο Πάτρικ Χιουζ και βιάζεται να περάσει στο επόμενο μπαμ με τα αντανακλαστικά ενός διαφημιστή που οφείλει να παραλύσει τους αχόρταγους θεατές με την ασταμάτητη δράση.

 

Το είδος διανύει φάση πανικού. Ο περιπέτειες χρειάζονται κωμωδία για να αντέξουν στην πίεση των φανταστικών superhero movies, ενώ οι κωμωδίες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων δεν προσελκύουν από μόνες τους το κοινό που έχει πλέον συνηθίσει να βλέπει τους stand up comedians στα ειδικά τηλεοπτικά shows τους. Ο Ρέινολτς είναι μοναδική περίπτωση: και κωμικός με έφεση στο κοφτερό καλαμπούρι που εκτοξεύει χωρίς να το πολυσκεφτεί, και γραμμωμένος άνδρας, εφοδιασμένος με τη σύγχρονη συμπεριφορά στην οποία οι Σιλβέστερ, Άρνολντ, Χάρισον και Σία δεν δύνανται να αντεπεξέλθουν. Είναι θέμα επιλογών και σωστότερης, λιτότερης εφαρμογής της δεδομένης ευφυΐας του.