«Είμαι τόσο ευτυχισμένη που επιτέλους επέστρεψες», έτσι χαιρετά η Περλ τον απόστρατο σύζυγό της περιτριγυρισμένη από τα πτώματα των διαμελισμένων γονιών της στο παρενθετικό δεύτερο μέρος της slasher εποποιίας διπλής ταυτότητας και βαθιάς ψυχικής κακοποίησης του Τάι Γουέστ. Το ψυχο-θρίλερ ολοκληρώνεται όταν η Μαξίν, η πρωταγωνίστρια πορνογραφικών ταινιών του πρώτου κεφαλαίου του τρίπτυχου, βρίσκει μοναδική ευκαιρία να διευρύνει τις στενές προοπτικές της καριέρας της με μια οντισιόν για το sequel ενός horror δεύτερης διαλογής, το Πουριτανή 2, που ωστόσο η σκηνοθέτις του (Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι) αντιμετωπίζει με τη σοβαρότητα μιας auteur στο ύφος του αδικοχαμένου Μάικλ Ριβς του Witchfinder General φέρ’ ειπείν.

 

Επιλέγοντας τη Μαξίν Μινξ παίρνει ένα ρίσκο, αλλά βλέπει την αποφασιστικότητα και τη στοχοπροσήλωση της ως το βήμα παραπάνω που χρειάζεται η συνέχεια. Στο μεταξύ, ένας serial killer σκοτώνει ανενόχλητος νεαρές στάρλετ στο Λος Άντζελες, κοπέλες που η Μαξίν γνωρίζει στον χώρο και φαίνεται να σχετίζονται με πάρτι που διοργανώνει ένας πλούσιος κάπου στους λόφους πάνω από το Χόλιγουντ. Ένας εμφανώς αναξιόπιστος μεσολαβητής την ενοχλεί με υλικό από το βίαιο παρελθόν της και επιμένει πως ένας κύριος επιθυμεί άμεσα μια συνάντηση μαζί της. Δυο αστυνομικοί την παρακολουθούν, ταυτόχρονα τα γυρίσματα της ταινίας ξεκινούν, και η υπόθεση υπονομεύει την αυτοσυγκέντρωση που χρειάζεται στο μεγάλο της break και στα γυρίσματα που πολύ σύντομα θα ξεκινήσουν.

 

Σε μια πρώτη αναγνωριστική βόλτα στα στούντιο, η Μαξίν ξεναγείται στους χώρους που θα στεγάσουν το όνειρό της να γίνει επιτέλους αυτό που βροντοφωνάζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, μια σταρ, ακριβώς αυτό που επιθυμούσε διακαώς και η Περλ, η χορεύτρια με τα τρομερά απωθημένα, και στα ίδια εξωτερικά πλατό της Universal θα κινδυνεύσει, και μάλιστα μέσα στο σπίτι των Μπέιτς από το Ψυχώ.

 

Η σινεφιλία της Maxxxine και η πειστική προσήλωση της Μία Γκοθ σε ένα αρχετυπικό συμπίλημα του διττού χαρακτήρα της και όσων προηγήθηκαν αυτής διασταυρώνονται με πολλές επιρροές και ο Γουέστ προτιμά τις ατραπούς του Ντε Πάλμα από το ορθόδοξο σασπένς του Χίτσκοκ. Τα χρόνια έχουν περάσει και από το βουκολικό μακελειό του 1979 στο Χ βρισκόμαστε στο 1985, στη φλούο φάση της βιντεοκασέτας και της αντίδρασης στην έκλυση των ηθών από μια μερίδα συντηρητικών θρησκόληπτων. Το φάντασμα της Μαύρης Ντάλιας πλανάται πάνω από την υποπερίπτωση της Μαξίν, κάνοντάς τη να μοιάζει με copycat ενός μεγαλύτερου, παλιότερου και τραγικότερου μυστηρίου. Και παρότι το πρώτο μέρος της ταινίας μαζεύει πολλά στοιχεία και κρατά την b-movie ενέργειά του σε ψηλούς τόνους, το φινάλε φαντάζει ισχνό και άσφαιρο, παρά τον θόρυβο και την αθροιστική του διάθεση – σαν να τρολάρει ένα φιλμικό concept που διακρίθηκε επειδή ποτέ δεν πήρε τον εαυτό του εντελώς σοβαρά.