Το 79ο Φεστιβάλ Βενετίας επέλεξε ως ταινία έναρξης τη διαλογικά όξινη, σκηνοθετικά παραφορτωμένη μεταφορά του White Noise (Λευκός Θόρυβος) του Ντον Ντελίλο από τον Νόα Μπάουμπακ, μια ημιφαρσική post-Covid εξίσωση του φόβου του θανάτου με τον ακατάβλητο αμερικανικό καταναλωτισμό όπως διαμορφώθηκε από τα ύπουλα ριγκανικά ’80s.

 

Ενώ το lockdown ενέπνευσε σκηνοθέτες να ασχοληθούν με την επικαιρότητα και τις τραγικωμικές ψυχικές επιπτώσεις που επέφεραν οι περιορισμοί και ο εγκλεισμός, όπως ο Τζαντ Άπατοου στο επώδυνα μη αστείο Bubble, άλλοι, όπως ο Νόα Μπάουμπακ, επίσης για λογαριασμό του Netflix, χρησιμοποιούν διαφορετική πηγή για να αρθρώσουν μια μεταφορά και να κάνουν τη διαφορά. Το ασυνήθιστο στην περίπτωσή του είναι πως ο δημιουργός του Squid and the Whale και του Frances Ha ανέκαθεν υπέγραφε τα δικά του σενάρια (ενίοτε με τη βοήθεια της Γκρέτα Γκέργουιγκ), ενώ εδώ καταπιάνεται για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του με την προσαρμογή του White Noise, του φημισμένου και βραβευμένου μυθιστορήματος που έφερε στο προσκήνιο τον Ντο Ντελίλο στα μέσα της δεκαετίας του ’80, για να περιπλανηθεί σε κατατόπια που πολύ συχνά στην ταινία μοιάζουν αχαρτογράφητα, συγκεχυμένα και αδύναμα.

 

Με ατάκες όπως «οι Καλιφορνέζοι εφηύραν το lifestyle κι αυτό από μόνο του εγγυάται την καταδίκη τους», «η οικογένεια είναι το λίκνο της παραπληροφόρησης», «υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, αυτοί που πεθαίνουν κι εκείνοι που σκοτώνουν» ή «μήπως το επέκεινα αποτελείται μόνο από ήχους;», το υλικό που διαχειρίζεται ο Μπάουμπακ είναι εξαρχής πλημμυρισμένο με ιδέες που σηματοδοτούν επιγραμματικά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι του ειδικευμένου στον Χίτλερ και τις ναζιστικές σπουδές ακαδημαϊκού Τζακ Γκλάντνι (Άνταμ Ντράιβερ) και της χαμογελαστής, αισιόδοξης, περιστασιακά αμνησιακής, όπως παρατηρεί η μεγάλη της κόρη, συζύγου του Μπαμπέτ (Γκρέτα Γκέργουικ) με τα «πολύ σημαντικά», φριζέ ξανθά μαλλιά.

 

Η οικογένειά τους αποτελείται από πολλά παιδιά από άλλους γάμους και ένα δικό τους, και η καθημερινότητα της συνωμοτικής πολυλογίας τους διακόπτεται από την ξαφνική σύγκρουση ενός φορτηγού με μια αμαξοστοιχία: το τοξικό νέφος που εκλύεται προκαλεί πανικό, αναγκάζει τους Γκλάντνι και ολόκληρη την κωμόπολη να τραπεί σε πανικόβλητη φυγή μέσα στα χαρακτηριστικά station wagons που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο και η απειλή του θανάτου, άμεσα και εσπευσμένα, πυροδοτεί τον πιο ενδόμυχο φόβο ενός ζευγαριού που σταδιακά αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά του πολυάσχολου εαυτού τους. 

 

Το κρίσιμο περιστατικό που περιγράφεται ως Airborne Toxic Event αποτελεί τη δεσπόζουσα ιδέα της φορτωμένης από ιδέες μαύρης κωμωδίας: ο φόβος του θανάτου ξεκινά από τη μοναξιά που θα νιώσει ο ένας από τους δύο ερωτευμένους αν το έτερον ήμισυ φύγει πρώτο από τη ζωή και καταλήγει στην ευρύτερη μεταφυσική εικόνα μιας κοινωνίας ούτως ή άλλως καταδικασμένης, όπως προφητικά πιστεύουν τα δυο μεγαλύτερα σε ηλικία, νευρικά παιδιά της οικογένειας. Διασχίζοντας τον τρόμο και την περιπέτεια στη ριγκανική Αμερική, στη δεύτερη ταινία της σεζόν που καταπιάνεται με την εποχή μετά το Armageddon Time του Τζέιμς Γκρέι, επίσης απαλλαγμένη από τη νοσταλγία, με μερικές σκηνές που εκτροχιάζονται ευπρόσδεκτα από τον επικαλυμμένο διάλογο (στο πνεύμα του Ντελίλο), ο Λευκός Θόρυβος είναι μια άνιση υπαρξιακή, διάχυτα meta αναζήτηση, βασισμένη στο αξίωμα πως κάθε «πλοκή» οδηγείται νομοτελειακά στον θάνατο.

 

Περισσότερο μια εκδρομή μακριά από την προβληματική του σκηνοθέτη, ένα ακριβό, προϋπολογισμού της τάξης των 140 εκατομμυρίων δολαρίων πείραμα με εξαιρετικούς συντελεστές, από τους σταθερούς πρωταγωνιστές του και το ετερόκλητο δευτερεύον καστ με τον Ντον Τσιντλ, την Μπάρμπαρα Σούκοβα στον σύντομο ρόλο της καλόγριας σε μια σουρεάλ σεκάνς και την εντυπωσιακή Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ (που οπωσδήποτε πρέπει να δείτε στο λίγο παλιότερο Queen and Slim), μέχρι την Αν Ροθ στα κοστούμια, τον Ντάνι Έλφμαν στη μουσική και την επαναφορά-έκπληξη του καλύτερου ίσως dance/punk συγκροτήματος του εικοστού πρώτου αιώνα, των LCD Soundsystem, στο κομμάτι των τίτλων τέλους (μια εξαιρετική electro-ρούμπα διασταύρωση Devo με David Byrne), το White Noise είναι μια ασυνήθιστη επιστροφή του Μπάουμπακ μετά το νεο-μπεργκμανικό Marriage Story του 2019, αν και παρένθεση στο ευδιάκριτο έργο του σκηνοθέτη, ο οποίος πασχίζει να χωρέσει σε ένα δίωρο τα πάντα, με την καλή πρόφαση πως αντλεί από ένα πρωτότυπο υλικό που έχει θέμα… τα πάντα, από τις εμμονές της Αμερικής με τα είδωλα και την αφήγηση ως μηχανισμό ύπαρξης μέχρι το νόημα της ζωής και τις πύλες του Παραδείσου (στα όρια του All that jazz του Μπομπ Φόσι), με τη μιουζικαλίστικη μορφή του παραδοσιακού σούπερ-μάρκετ!