Ένα ζόμπι που μπαμπαλίζει, ημιθανής ημίθεος, πάτερ φαμίλιας με το χαϊδευτικό Φόνζο και μισητός γκάνγκστερ για τον υπόλοιπο κόσμο, ο Αλ Καπόνε έχει μόλις αποφυλακιστεί και πασχίζει να αποδώσει τις ευχαριστίες στο οικογενειακό τραπέζι: το βιογραφικό δράμα του Τζος Τρανκ ξεκινά και τελειώνει με δυο σεκάνς που εκτυλίσσονται στην Ημέρα των Ευχαριστιών, προφανές σημάδι για μια από τις πολλές ειρωνίες της πικρής, βαριάς, ελεγειακής ταινίας. Η μεγαλύτερη από όλες είναι φυσικά το φινάλε της ζωής του πάλαι ποτέ κραταιού νονού (πριν τους νονούς) του υποκόσμου, ο οποίος δεν καταδικάστηκε ποτέ για κάποια από τις δολοφονίες που του χρεώθηκαν, αλλά για φοροδιαφυγή, και η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε στη φυλακή, εεπιδεινώνοντας ανεπιστρεπτί τη σύφιλη που είχε κολλήσει νέος, όταν δούλευε σε οίκο ανοχής. Περιφερόμενος σαν φάντασμα στη γιγαντιαία έπαυλή του στη Φλόριντα, φορώντας μια ρόμπα και πάνες για την ακράτεια, σαν υπερφυσικός μπεμπές με πούρο και κατακόκκινα μάτια, ο άρρωστος Καπόνε του Τρανκ και του Τομ Χάρντι είναι ένα καταραμένο μπαούλο με ασφυκτικά μυστικά που δεν βρίσκει όχι μόνο το κλειδί, αλλά ούτε την κλειδαριά. Με δεδομένο πως ποτέ δεν βρέθηκε η θρυλούμενη περιουσία που ο κακοποιός συσσώρευσε στην μεγάλη εξαετία της δράσης του, ο τόνος της ταινίας δίνεται από μια καχυποψία που διαχέεται σαν παράνοια- μόνο η σύζυγός νοιάζεται για το "τέρας". Ο Καπόνε παρακολουθεί τους μυστικούς πράκτορες που παραφυλάνε πίσω από τις φυλλωσιές, μπερδεύεται συνεχώς από τα κιτς αγαλματα του κήπου και τσαλαβουτά ενοχικά, αθέλητα κι επώδυνα στις αναμνήσεις του. Σαν λέων που βρυχάται με πόνο και οργή, γιατί στις διαλείψεις καταλαβαίνιε πως φυραίνει θανάσιμα, ο Καπόνε συνοδεύει τον Ιρλανδό του Σκορσέζε στη γενικότερη ιδέα της άδοξης παρακμής της βίας, προσωποποιώντας το δαίμονα και ψάχνοντας τη λύτρωση μέσα από τις ελάχιστες ανθρώπινες αναλαμπές του.