Η ταινία του Κύρου Παπαβασιλείου έχει μια εξαιρετική κεντρική ιδέα. Στο σύμπαν της ο χρόνος κυλά μη γραμμικά, με κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο. Καθημερινά οι ήρωες δεν ξέρουν τι μέρα και ποια χρονιά τους ξημερώνει, εκτός από μερικούς προνομιούχους (;) που ζουν στον Γραμμικό Χρόνο, υπό τις ευλογίες της Διοίκησης. Έτσι, ένα ζευγάρι μπορεί να ξυπνά αγκαλιασμένο στο κρεβάτι του το 2024 γνωρίζοντας ότι το 2029 δεν θα είναι πια μαζί, επειδή έζησαν στο 2029 τη…χθεσινή μέρα. Ξέρουν για το τέλος της σχέσης τους, μα αγνοούν τι μεσολάβησε και χώρισαν.

 

Γύρω από αυτή την ιδέα, αναπτύσσονται περισσότερες, όχι πάντα καλοχωνεμένες αφηγηματικά και ιδιαίτερα ανεπτυγμένες ή συναφείς νοηματικά. Το σενάριο ορθά δεν υπεραναλύει τον μηχανισμό λειτουργίας αυτής της ιδιαίτερης συνθήκης, μα εστιάζει αρκετά στο πραγματολογικό σκέλος της,  κλείνοντας τη δίοδο προς ποιητικούς κινηματογραφικούς τόπους. Η ενσυναίσθηση , η κατανόηση του άλλου, οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, η μητρότητα, η μετανάστευση, η αποχαύνωση της καθημερινότητας, η μνήμη, το επικείμενο τέλος και η αρχή του είναι μόνο μερικές από τις θεματικές που συστήνονται και εγκαταλείπονται στο φιλμ.

 

Είναι εμφανείς οι ευγενείς προθέσεις, εμφανής και μια ικανότητα στο χτίσιμο ενός φιλμικού κόσμου, στο worldbuilding, όπως το αποκαλούμε. Έναν κόσμο όπου η ζωή των χαρακτήρων μοιάζει να συνεχίζεται και μετά το πέρας της σκηνής – μεγάλη υπόθεση αυτό. Ίσως, δε, η απουσία νοηματικής συνέπειας και συνοχής να εξυπηρετεί τη σύγχυση των ηρώων, να θέλει να αφουγκραστεί έναν ασυνάρτητο, κερματισμένο κόσμο, εντός του οποίου αγωνιούμε καθημερινά. Μπορεί να χρειαστούμε επαναληπτική προβολή για να καταλήξουμε, μα από αυτή την πρώτη φύγαμε με ένα «ίσως» να γυροφέρνει στο μυαλό, νιώσαμε ότι η δημιουργία έμεινε κλεισμένη στο κουκούλι της, ενώ είχε όλα τα φόντα για να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Από την άλλη, κέρδισε το Βραβείο Κοινού τόσο στο τμήμα Film Forward του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όσο και στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, άρα κάτι μέσα της μίλησε στους θεατές της. Μπορεί να ήταν η εμφανής έγνοια για τους ανθρώπους (της) και η πίστη της σ’ αυτούς, εκεί που πολλοί θα έβλεπαν μόνο δυστοπία κι απόγνωση.