Εμφανώς και αδιάλειπτα επηρεασμένη από μια ασθενή που αυτοκτονεί μπροστά της με ειδεχθή τρόπο, και έχοντας ανεξίτηλα καρφωμένη στο μυαλό της την γκριμάτσα της, ένα απόκοσμο χαμόγελο που περισσότερο μαρτυρούσε τραγωδία παρά ευγένεια, η δόκτωρ Ρόουζ Κότερ κάθεται στο ιατρείο μετά από έναν μικροτραυματισμό της σε συγγενικό σπίτι και παρατηρεί στον τοίχο απέναντί της έναν χάρτη με την κλίμακα του πόνου από το 1 ως το 10: η μπλε ετικέτα στο ποντεσιόμετρο έχει ζωγραφισμένο ένα χαμογελαστό πρόσωπο και αντίστοιχα το τελευταίο στίκερ στο ταμπλό είναι ζοφερό, απευκταίο, μια κατανοητή και για τα παιδιά προσωποποίηση της δυστυχίας.

 

Ωστόσο, οι άνθρωποι που φλερτάρουν με την αυτοχειρία, και συχνά τα καταφέρνουν, φορούν μια επώδυνα χαρωπή μάσκα για να μη δώσουν στόχο, να κρυφτούν από το μοιραίο που κανείς γύρω δεν θέλει να γνωρίζει εκ των προτέρων και που κατ’ ουσίαν απευθύνεται στους άλλους, για να τους δείξει μια για πάντα την ανημπόρια τους να συνδράμουν αποφασιστικά και αποτρεπτικά. (Το «Χαμογέλα» απομακρύνεται συνειδητά από την πιθανή κληρονομικότητα της ψυχικής ασθένειας, έτσι αποκτά κινηματογραφικότερη εξωστρέφεια).

 

Ένα απειλητικά χαμογελαστό πρόσωπο στοιχειώνει την πρωταγωνίστρια σε ένα θρίλερ τρόμου που ευτυχώς απομακρύνεται αισθητά από την κατηγορία των αναλώσιμων παιχνιδιών φρίκης για έφηβους, καθώς καταπιάνεται με μια σοβαρή διαταραχή και σωματοποιεί το βαθύτερο τραύμα της Ρόουζ για χάρη της αφήγησης και του σασπένς. Η μητέρα της είχε αυτοκτονήσει όταν ήταν μικρή και η αδελφή της «δραπέτευσε» έγκαιρα για να μη βυθιστεί στο περιρρέον χάος της πατρικής εστίας, επιλέγοντας τον γάμο με έναν εκνευριστικό τύπο που την αφήνει να μιλά ακατάπαυστα.

 

Η επίσκεψη της Ρόουζ σε μια ψυχίατρο, όταν τα οράματα τη φέρνουν σε κατάσταση ασφυξίας, φανερώνει πως είχε ζητήσει και παλαιότερα τη βοήθειά της, αν και δεν θέλησε να συνεχίσει, βάζοντας μια άνω τελεία στο πρόβλημα, αντί να το λύσει μεθοδικά. Ο αρραβωνιαστικός της αδυνατεί να την παρακολουθήσει και μόνο ο προηγούμενος φίλος της, που είναι αστυνομικός, φαίνεται ικανός να βρει άκρη στην προσπάθειά της να εκλογικεύσει εφιάλτες που αρνείται να απορρίψει εύκολα ως ψυχική διαταραχή. Το μοτίβο των τρομακτικά χαμογελαστών ανθρώπων που ανακαλύπτει την παραπέμπει στον τόπο που έχει απωθήσει εδώ και πολλά χρόνια, διότι, όπως της υπενθυμίζει η δόκτωρ Νόρθκοτ, η φύση του τραύματος είναι να αφήνει σημάδι που δεν φεύγει ποτέ.

 

Το Χαμογέλα αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Πάρκερ Φιν, ο οποίος επεκτείνει τη δική του μικρού μήκους Laura hasn’t slept από το 2020. Βασίζεται στην ιδέα ότι η θέα μιας τελεσίδικης πράξης τόσο αποτρόπαιης έχει συνέχεια ‒ με ανεξήγητο και ίσως όχι και τόσο αυθαίρετο τρόπο μεταδίδεται σε όποιον γίνεται κοινωνός, περίπου όπως στο Σε Ακολουθεί του 2015, με γενναίες δόσεις από τη μεταφυσική του Ring στο μπερδεμένο μυαλό της Ρόουζ.

 

Η ταινία παίζει στο δίπολο του ψυχολογικού θρίλερ που, με μοντάζ καλά συντονισμένο με τη μουσική επένδυση, υπαινίσσεται την ψευδαίσθηση και τη βαθιά πληγή με το horror μιας κολλητικής κατάρας, από αυτές που όχι μόνο το περιβάλλον της διαρκώς κυνηγημένης ηρωίδας δυσκολεύεται να πιστέψει αλλά και η ίδια αργεί, ως κατά τα φαινόμενα σώφρων αλλά και γιατρός, να συνειδητοποιήσει.

 

Κι ενώ ο θεατής δραματουργικά υποβάλλεται στην αμφιβολία, είναι σίγουρο πως η Σόζι (κόρη του Κέβιν) Μπέικον παραλαμβάνει τον αρχικό κλονισμό της, τον εξελίσσει σε νευρική ανησυχία που ενοχοποιεί την κοινωνική της συμπεριφορά και πυροδοτεί τύψεις από το παρελθόν, και προς το φινάλε αντιλαμβάνεται τη μοναχικότητα της διαδρομής της. Εκτός από το πορτρέτο μιας γυναίκας που πασχίζει ώστε να τη βοηθήσει να συλλάβει μια πραγματικότητα μεγαλύτερη από τον ρεαλισμό και να έρθει σε ουσιαστική επαφή με όσους της έχουν απομείνει, το Χαμογέλα είναι ένα σφιχτό θρίλερ με ματιά σκηνοθέτη που δεν αποφεύγει τους κινηματογραφικούς δανεισμούς, και χτίζει χειροπιαστό εφιάλτη.