Όταν σκεφτόμαστε τον όρο «νέος μεξικανικός κινηματογράφος», η αγία τριάδα των Ινιάριτου - Κουαρόν - Ντελ Τόρο έρχεται αμέσως στο μυαλό, αν και μεγαλουργεί εδώ και δεκαετίες πλέον. Τους γνωρίζουμε από τα φεστιβάλ, κυρίως από τα πάρα πολλά Όσκαρ που έχουν κατακτήσει –πέντε σκηνοθεσίας (!) μέσα σε οκτώ χρόνια στη δεκαετία των ’10s– και τη διεθνή απήχηση που έχουν αποκτήσει με τις ισπανόφωνες και αγγλόφωνες δημιουργίες τους. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε τι γνώμη έχει γι’ αυτούς τους φίλους και αλληλέγγυους σωματοφύλακες μια άλλη τριάδα, πιο εναλλακτική, προσανατολισμένη στο σινεμά εντός των συνόρων του Μεξικού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και με πιο δύσβατες θεματικές διαδρομές – σε μια αναζήτηση που κάνει τους άσπονδους συμπατριώτες τους να φαντάζουν παραδομένοι στο σύστημα, για να μην πούμε ξεπουλημένοι στο μεγάλο κεφάλαιο. Ο στρυφνότερος Άματ Εσκαλάντε (βραβείο σκηνοθεσίας διά χειρός Σπίλμπεργκ στις Κάννες για το «Heli»), ο πιο «spiritual» Κάρλος Ρεϊγάδας και ο πολιτικότερος, συγκρουσιακός Μίτσελ Φράνκο αρνούνται κατηγορηματικά να ενδώσουν σε streaming πλατφόρμες και κυρίως να παραχωρήσουν το final cut τους σε οποιοδήποτε στούντιο, προτιμώντας να υπογράφουν καλλιτεχνικές ταινίες αποκλειστικά για φεστιβάλ και για όσους είναι πρόθυμοι να τους ακολουθήσουν. Ο Φράνκο, ωστόσο, θέτει έναν μικρό, αλλά σημαντικό αστερίσκο. «Καλούς ηθοποιούς έχουμε στο Μεξικό, αλλά το πραγματικά βαρύ οπλοστάσιο υποκριτικής βρίσκεται στις ΗΠΑ», έχει δηλώσει, θαυμάζοντας τους Αμερικανούς σταρ, και το έχει αποδείξει έμπρακτα, με τον Τιμ Ροθ στο «Chronic» και την Τζέσικα Τσαστέιν στο «Memory», εκεί όπου την παράσταση έκλεψε ο Πίτερ Σάρσγκαρντ, αποσπώντας βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας. Στα «Χαμένα Όνειρα», που διεκδίκησαν τη Χρυσή Άρκτο στην 75η Μπερλινάλε, συμπράττει ξανά με τη βραβευμένη με Όσκαρ για τα «Μάτια της Τάμι Φέι» Τζέσικα Τσαστέιν, που αναλαμβάνει τον ρόλο της Τζένιφερ, «γαλαζοαίματης» φιλανθρώπου, μέλους της καλής κοινωνίας του Σαν Φρανσίσκο, κληρονόμου της προσανατολισμένης στις τέχνες και τον ανθρωπισμό αυτοκρατορίας του πατέρα Μακάρθι (όχι τυχαίο το βαρύ επώνυμο), μιας οργανωμένης, άκαμπτης και φαινομενικά άσπιλης γυναίκας που υποθάλπει έναν νεαρότερό της Μεξικανό. Ο Φερνάντο πέρασε τα σύνορα με μεγάλο ρίσκο για μια ακόμη φορά, πεινασμένος και άυπνος, για να τη συναντήσει. Κάνουν σεξ, μοιάζουν συμβατοί, ζουν ένα πάθος δυνατά, κρυφά και διακεκομμένα. Η Τσαστέιν φορά για λίγο το πάλλευκο, γυάλινο δέρμα της Ιζαμπέλ Ιπέρ: το ανέκφραστο φιζίκ της δεν προδιαθέτει αποφασιστικά για κάτι συγκεκριμένο, αφήνοντας πολλά υπονοούμενα για μια ανατροπή. Ωστόσο, ο χαρακτήρας που υποδύεται τής δίνει χώρο για μια διφορούμενη δοτικότητα: όταν καίγεται από επιθυμία, έστω και για λίγο, χάνεται αυθεντικά, χωρίς αναστολές και δεύτερες σκέψεις. Όμως έχει μάθει να είναι συγκαταβατική, μια επαγγελματίας φιλάνθρωπος στην υπηρεσία του γλυκομίλητου καπιταλισμού, με τη συμπάθεια προς το καταφρονεμένο ανθρώπινο είδος, γενικά, να λειαίνει αφοπλιστικά και απελπιστικά κάθε της αιχμή.

 

Ο Φερνάντο (τον υποδύεται πειστικότατα ο Ισαάκ Ερνάντεζ, πρώτος χορευτής στο Μεξικό και, ειρωνικά, ο πρώτος από τη χώρα του που δέχτηκε επίσημα πρόσκληση από το American Ballet Theater) τρέχει με άλλες ταχύτητες και βλέπει διαφορετικά τον ορίζοντα, όποτε έχει χρόνο να τον διακρίνει καθαρότερα από τα στενά περιθώρια που έχει κάθε φορά να αντιμετωπίσει. Έχει όνειρα και θεωρεί πως η καψούρα του για την Τζένιφερ και η ευκαιρία του στην Αμερική είναι δυο τόποι της φαντασίας του που συμπίπτουν. Αντίθετα, για την Τζένιφερ Μακάρθι, ο μικρός της εραστής παραμένει βασικά μια φαντασίωση, μια ασυνήθιστη περιπέτεια που χρήζει σοβαρότητας. Και ο Φράνκο ισορροπεί θαυμαστά τον ερωτισμό με το δράμα στο «Dreams», χτίζοντας την πολιτική διάσταση της γνώριμης, πάντα πολύπλοκης υπόθεσης με υπομονή και εγκράτεια που σε απορροφά. Στο «New Order» του 2020 δεν δίστασε να τα κάνει λίμπα, σε μια ταξική μετωπική σύγκρουση χωρίς ομήρους. Εδώ, το κεφάλαιο εξακολουθεί να πηδάει τον μετανάστη, πόσο μάλλον η τσαντισμένη Αμερική το σαλταδόρικο Μεξικό, αλλά, παρά τον ευγενικό ρυθμό της, η πιο φιλική στον αμύητο στο σινεμά του Φράνκο θεατή ταινία τού επιφυλάσσει το άγριο φινάλε που ταιριάζει σε μια παρά φύσιν αντισαπουνόπερα.