Ένα ξεχασμένο μυθιστόρημα του 1967, η Εξουσία του Σκύλου του παραγνωρισμένου Τόμας Σάβατζ, εμπνέει την επιστροφή της Τζέιν Κάμπιον στο σινεμά μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας. Παραλλάσσοντας το μοτίβο της σχέσης της γυναίκας με την κόρη απέναντι στις αντιξοότητες και τον ξεριζωμό στα Μαθήματα Πιάνου, η Κάμπιον διέκρινε τη δύναμη που αντλούν οι δυο «παρείσακτοι» της υπόθεσης, δηλαδή η χήρα μαγείρισσα, κάποτε πιανίστα σε κινηματογραφικές αίθουσες, Ρόουζ, και ο έφηβος γιος της Πίτερ, όταν η Ρόουζ παντρεύεται τον Τζορτζ Μπέρμπανκ και μετακομίζει, μαζί με τον Πίτερ, στο μεγαλοπρεπές ράντσο που ο Τζορτζ μοιράζεται με τον αδελφό του Φιλ. Όσο τρυφερός και μειλίχιος είναι ο Τζορτζ (Τζέσι Πλέμονς), τόσο μοχθηρά και βάναυσα φέρεται ο Φιλ, ο οποίος το έχει βάλει σκοπό να τελειώσει τον γάμο του αδελφού του, με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο παιδικό κρεβάτι επί σαράντα χρόνια, αλλά και να ισοπεδώσει τον Πίτερ με απανωτά ομοφοβικά, προσβλητικά σχόλια.
Σε ένα παλάτι στη μέση ενός σκηνικού άγριας δύσης στη Μοντάνα του 1925, οι μεγαλογαιοκτήμονες αδελφοί φιλοσοφούν τη ζωή διαφορετικά: ο Φιλ είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, ένας σπουδαγμένος άνδρας, άριστος φοιτητής στο Γέιλ, που επέλεξε τη σκληρή καθημερινότητα του ράντσερ, προτιμά να κάνει παρέα με τους εργάτες του και να γλεντάει μαζί τους σαν να μην υπάρχει αύριο, πλένεται σπάνια και το απολαμβάνει, σαν να θέλει να ξορκίσει τον καθωσπρεπισμό που του υπέδειξαν οι αυστηροί γονείς του.
Η Ρόουζ (η Κίρστεν Ντανστ, εντός ρόλου) κάμπτεται από τον εκφοβισμό, το ρίχνει στο ποτό και το ούτως ή άλλως εύθραυστο εγώ της τσακίζεται. Αντίθετα, ο Πίτερ κρατά χαρακτήρα και διατηρεί την ψυχραιμία του, όσο κι αν δίπλα του σφυρίζουν τα υποτιμητικά πειράγματα – είναι η miss Nancy για τον «θείο» και τους ομόσταβλούς του και μοιάζει προσηλωμένος στην επιθυμία του να γίνει γιατρός, ανατέμνοντας ζώα στον άφθονο ελεύθερο χρόνο του.
Όταν, ξεμακραίνοντας από την έπαυλη, ο Πίτερ ανακαλύπτει ένα μυστικό καλά κρυμμένο στο μπαούλο ενός φυσικού κρησφύγετου, η συμπεριφορά του Φιλ απέναντί του αλλάζει κάθετα. Τον πιάνει με το καλό και προσφέρεται να του μάθει πράγματα και να τον εκπαιδεύσει, όπως ακριβώς είχε κάνει στα παιδικά του χρόνια ο εκλιπών μέντοράς του, ο Μπρόνκο Χένρι, τη μνήμη του οποίου τιμά με σιωπές γεμάτες σημασία και στοχαστικούς αναστεναγμούς. Όταν ο νεαρός Πίτερ διακρίνει τη μορφή ενός ζώου στο περίγραμμα του βουνού απέναντι από το ράντσο, που μόνο ο Μπρόνκο και ο Φιλ είχαν το ταλέντο να συλλάβουν αμέσως, καταλαβαίνουμε πως αποκτά πλεονεκτική θέση, χωρίς να γνωρίζουμε αν έχει σχεδιάσει εκδίκηση ή πλάνο απόδρασης από την κόλαση που έχει στήσει ο νταής.
Ο μισογύνης Φιλ, τον οποίο υποδύεται με μια αλά Μάθιου Μακόναχι αλήτικη διάθεση καθώς και τη συνήθη τάση του για ψυχική έκθεση ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, είναι θεωρητικά ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας του έργου, ένας καλλιεργημένος αγροίκος από επιλογή, μισογύνης και μοναχικός, τραχύς και τοξικός, με ανάθεμα στην ψυχή και ένα συνεχές βάρος που μεταφράζει σε ανεξέλεγκτη οργή για όσα δεν έχει κι αυτό που δεν μπορεί ποτέ να γίνει. Ωστόσο, ο Κόντι Σμιτ Μακφί, το αγόρι από το «Road», εξελίσσεται στο κλου της πλοκής: μια ψηλόλιγνη φιγούρα σαν τη μύγα μες στο γάλα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ειδικά όταν φορά το μεγάλο καπέλο του και άσπρα αθλητικά παπούτσια, με τεράστια μάτια και αινιγματικά ουδέτερη ματιά, κληρονομεί ένα βαρύ παρελθόν: λίγο πριν αυτοκτονήσει, ο αλκοολικός πατέρας του πρόλαβε να του πει πως δεν είναι αρκετά δυνατός και ευγενικός.
Τι από τα δύο είναι αλήθεια και τι δεν ισχύει αποκαλύπτεται στα τελευταία πέντε λεπτά μιας ταινίας που εμποτίζεται από τη συνήθη μείξη αισθησιασμού και ωμότητας που χαρακτηρίζει τη φιλμογραφία της Νεοζηλανδής δημιουργού, αλλά χωλαίνει σημαντικά στη μάταια, παρατεταμένη προσπάθειά της να μιμηθεί την αφηγηματική και στυλιστική τεχνοτροπία του Πολ Τόμας Άντερσον, ακόμη και στην υπερβολικά ενορχηστρωμένη μουσική επένδυση του Τζόνι Γκρίνγουντ.
Η Εξουσία του Σκύλου διασχίζει γνώριμα εδάφη, συλλαμβάνοντας μερικές ισχυρές στιγμές, συνήθως όχι στις εκρήξεις αλλά στις φευγαλέες αντιδράσεις, αλλά δεν εφαρμόζει την πολυθεματική του φιλοδοξία στην ένταση του δράματος, όπως ας πούμε το «Θα χυθεί αίμα» ή το «Master», αφήνοντας έτσι σε εκκρεμότητα τις νύξεις του αμερικανικού ταξικού επαρχιωτισμού και της απωθημένης σεξουαλικότητας του Σάβατζ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0