Η Κέλι Ράιχαρτ δείχνει για μία ακόμη φορά πως είναι πραγματική καλλιτέχνις, με πίστη στους ρυθμούς και στη θεματική της, στο First Cow, μια εξαιρετική ταινία που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου χωρίς να αποσπάσει βραβείο, έχοντας κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Αύγουστο του 2019 στο Φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ και αποσπάσει το βραβείο της καλύτερης ταινίας της χρονιάς από τους κριτικούς της Νέας Υόρκης ‒ μια επιλογή-έκπληξη τη χρονιά της Χώρας των Νομάδων. Σε αυτό το oregonian χρονικό φιλίας και εμπιστοσύνης, η δημιουργός των Wendy and Lucy και Meek’s Cutoff φτιάχνει ακόμα ένα γουέστερν χαρακτήρων υπό την ευδιάκριτη προοπτική μιας γυναίκας που ενδιαφέρεται για κάτι πρωτόγνωρο για το είδος, τη συναισθηματική δράση, και μάλιστα όπως αυτή αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άνδρες.

 

Οι πρωταγωνιστές είναι ο συνεσταλμένος μάγειρας Κούκι και ο συγκρατημένος τυχοδιώκτης Κινέζος Κινγκ Λου, που γίνονται φίλοι και, κλέβοντας το γάλα μιας δυσεύρετης, για την περίοδο της αμερικανικής χρυσοθηρίας, αγελάδας, φτιάχνουν και πουλάνε σαν χρυσάφι τα πεντανόστιμα μπισκότα τους στους πεινασμένους περαστικούς, ώσπου γίνεται αντιληπτή η λαθραία προέλευση του πολύτιμου υλικού τους και προκαλεί τη μήνι του ιδιοκτήτη (ο Τόμπι Τζόουνς, ένας αδίκως παραγνωρισμένος καρατερίστας).

 

Οι μεταφορές είναι πολλές και με απόχρωση δηλωμένες – το ίδιο και οι συμβολισμοί του κινηματογραφικού είδους, με τους βίαιους κυνηγούς του πλούτου και τη λασπωμένη αναρχία της άγριας δύσης να περιβάλει τους φιλήσυχους, απροσδόκητους συγκατοίκους και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Οι σχεδόν ψιθυριστές συζητήσεις των συνοδοιπόρων αποπνέουν μια πολιτισμένη αντιπαράθεση του καπιταλισμού και της εφευρετικότητας, συνθέτοντας διαλεκτικά και ψύχραιμα δύο από τα πιο θεμελιώδη και εύφλεκτα υλικά της αμερικανικής κοινωνίας.

 

Η Ράιχαρτ επιμένει στην παρατήρηση και την ενδοσκόπηση, αφήνοντας τον ωφέλιμο χρόνο της κάμερας να κυλήσει υπέρ των χαρακτήρων, χωρίς να προτρέχει στα γεγονότα ή να σπεύδει σε συμπληρωματική αφήγηση και επεξηγήσεις. Το First Cow ξεκινά από το σήμερα, δείχνοντας την τυχαία ανακάλυψη δυο σκελετών, θαμμένων δίπλα δίπλα, σε έναν τόπο που μοιάζει με το φλασμπάκ, που αποτελεί το κύριο σώμα της ταινίας.

 

Μέρος της μαεστρίας της Ράιχαρτ είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ το πώς βρέθηκαν εκεί αλλά θα υποθέσουμε τον τρόπο, τους δράστες και τα θύματα, ανατρέποντας έτσι την κλασική συνταγή της κλιμακούμενης μονομαχίας στην πλειονότητα των γουέστερν – κάτι που ο Ζακ Οντιάρ είχε εν μέρει αποπειραθεί στο πρόσφατο αγγλόφωνο ντεμπούτο του με το Sisters Brothers.