Αφού συνεργάστηκε ως σεναριογράφος με τον Λουί Μαλ στην υπέροχη Ζαζί στο Μετρό και στην Ιδιωτική Ζωή με την Μπεμπέ και τον Μαστρογιάνι, και κυρίως με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό σε μεγάλες του επιτυχίες, όπως ο Άνθρωπος από το Ρίο (με συμπρωταγωνίστρια την αδικοχαμένη Φρανσουάζ Ντορλεάκ), ο Ζαν Πολ Ραπενό υπέγραψε δικές του ταινίες, υπηρετώντας πάντα το ποιοτικό grand cinema ψυχαγωγίας. Θιασώτης του κινηματογραφικού είδους, παλιομοδίτης κατά βάση και λάτρης των ηθοποιών και του συναισθήματος, μπορεί να υπερηφανεύεται για τη μακράν καλύτερη και απαιτητικότερη προσαρμογή του Σιρανό ντε Μπερζεράκ στη μεγάλη οθόνη το 1990, με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Έκτοτε, σκηνοθέτησε τον Ουσάρο στη Στέγη, μια δύσκολη ταινία με άστοχο πρωταγωνιστή τον Ολιβιέ Μαρτινέζ, το πολεμικό δράμα που μύριζε έντονα ναφθαλίνη, παρά την επαγγελματική γυαλάδα του, το Bon Voyage, με Ατζανί και Ντεπαρντιέ, και πριν από δύο χρόνια μάλλον έκλεισε την αραιή του φιλμογραφία με ένα καραμπινάτο μπουλβάρ, τη Δικιά μας Οικογένεια, μια πολυπρόσωπη φάρσα για ένα σπίτι που διεκδικείται και οικογενειακά μυστικά που αποκαλύπτονται μετά από πολλά χρόνια. Ο τίτλος Belle Famille παραπέμπει ειρωνικά σε μια οικογένεια που μοιάζει όμορφη, αλλά δεν είναι και τόσο, κι επίσης σημαίνει τη θετή οικογένεια, εκείνη της ερωμένης Καρίν Βιάρ και της κόρης της Μαρίν Βακτ, και την κανονική, της Νικόλ Γκαρσιά με τον γιo της Ματιέ Αμαλρίκ – φυσικά, υπάρχει ένας ζωηρός γιατρός που πριν αποβιώσει, απίστησε διότι ηράσθη τη νοσοκόμα και τώρα οι εναπομείναντες διεκδικούν και τσακώνονται. Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαιτέρως μεμπτό σε αυτή την κατάσταση, όπως τη στήνει και την αφηγείται ο Ραπενό, εκτός από το γεγονός ότι είναι εντελώς περιττή, οικεία, αναμενόμενη, συμβατική, συνεπώς, μοιάζει ψεύτικη και «επί τούτο» κατασκευασμένη (σε δουλειά να βρισκόμαστε...). Υποκριτικά, ο Ραπενό στριμώχνει όλο το καστ σε μια σύμβαση και προσπαθεί να «τρέξει», κυριολεκτικά, τη Μαρίν Βακτ, αλλά την εγκαταλείπει ψυχολογικά για χάρη μιας μουτρωμένης, αλλοπρόσαλλης αντίδρασης. Κρίμα.