Ο Ας (Ριζ Αχμέντ) προσπαθεί να βοηθήσει μια γυναίκα που κρατά στα χέρια της πολύτιμα και επικίνδυνα έγγραφα δρώντας μυστικά, σχεδόν αόρατα, ενώ εργάζεται σε μια εταιρεία που κάνει ακριβώς το αντίθετο. Αντί να μεσολαβεί ανάμεσα σε διεφθαρμένους οργανισμούς και άτομα που απειλούν να τους ξεσκεπάσουν, λυγίζει στην ευάλωτη φωνή μιας απροστάτευτης πελάτισσας την οποία σταδιακά πλησιάζει, σπάζοντας το αυστηρό απόρρητο της επικοινωνίας που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν. Μια ομάδα καλοντυμένων κακοποιών με επικεφαλής τον Ντόσον (Σαμ Γουόρδινγκτον) παρακολουθεί στενά τη Σάρα και πασχίζει να εξιχνιάσει τον σύνδεσμο και κυρίως το πώς λειτουργεί το κόλπο του. Χρησιμοποιώντας συσκευές για άτομα με προβλήματα ακοής, δύσκολο να εντοπιστούν, ο Ας και οι συνάδελφοί του δίνουν διαδοχικές εντολές, ικανές να προκαλέσουν σύγχυση ακόμη και στον θεατή που δεν μένει απόλυτα προσηλωμένος στα ραντεβού σε διάφορα σημεία της Νέας Υόρκης.

 

Αν και μακριά από τον οίστρο του ντεμπούτου του με το Young Adam, ο Σκωτσέζος Ντέιβιντ Μακένζι ντύνει τον Ας με έναν μανδύα διστακτικού ιδεαλισμού: μπορεί να είναι ένας απρόσωπος fixer που κινείται σαν φάντασμα και μιλά σαν ρομπότ μέσα από ένα δίκτυο αναγκαστικής καθοδήγησης, αλλά ψάχνει την ανθρωπιά που έχει απωθήσει μετά από μάχη με εθισμούς και κοινωνικό εξοστρακισμό. Η lo-fi, σβησμένη αισθητική του μεγαλύτερου μέρους του Μεσολαβητή, μια ηχητική σκυταλοδρομία ανάμεσα σε ατελείωτα τηλεφωνήματα και μικρές γεωγραφικές μετακινήσεις, προφανώς επηρεασμένη από τα συνωμοσιολογικά αστικά θρίλερ των ’70s, αν και ευτυχώς χωρίς να το κάνει θέμα, αποκτά νόημα, κάποιο ενδιαφέρον και πρόσωπο, όχι τόσο με την «ηθοποιίστικη» αγωνία της Λίλι Τζέιμς, αλλά κυρίως χάρη στη χαμηλόφωνη ενσυναίσθηση του Αχμέντ. Κι εκεί που το τέμπο μιας ταινίας η οποία δουλεύει μεθοδικά υπέρ του αφανούς και απρόσμενου ήρωα που κρύβεται στο υπογάστριο της διαφθοράς γυρνά την πλάτη στον σκοπό της, στην τελευταία πράξη κυνηγά την ανατροπή και την παντελώς απούσα μέχρι εκείνη τη φάση δράση, άτσαλα και άτεχνα.