Ένα τεχνολογικό θρίλερ υψηλών απαιτήσεων και εκτενών λεπτομερειών made in France βάζει τα γυαλιά στα πρόσφατα πεζά και τυποποιημένα αντίστοιχα των Αμερικανών, οι οποίοι συνήθιζαν να εργάζονται σκληρότερα στα σενάρια και να προσφέρουν ψυχαγωγία αγωνίας και τροφή για σκέψη σε ένα ενήλικο κοινό υποτιμημένο και υποβαθμισμένο σε τρομακτικούς ή μονοδιάστατους κακούς και αόρατες απειλές.

Το Μαύρο Κουτί ξεκινά με ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα, τη συντριβή ενός ολοκαίνουργιου αεροσκάφους που εκτελεί δρομολόγιο από το Ντουμπάι στο Παρίσι σε μερικά λεπτά της ώρας, πάνω από τις Άλπεις. Κανείς επιζών, ελάχιστες πληροφορίες για τον θεατή, εκτός από μερικές κινήσεις επιβατών από τα καθίσματα προς την καμπίνα των πιλότων και ήχους που αποκρυπτογραφούνται από την ειδική υπηρεσία έρευνας και ανάλυσης, λίγο πριν από τη ζωτικής σημασίας συνέντευξη Τύπου για την ενημέρωση των δημοσιογράφων, των συγγενών των θυμάτων και ολόκληρης της κοινωνίας.

Ο Ματιέ Βασέρ, κάποτε επίδοξος πιλότος που λόγω μυωπίας δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ιπτάμενος, είναι ο ταλαντούχος αναλυτής με ειδίκευση στις ηχητικές αποκωδικοποιήσεις ‒ φέρνει αμέσως στον νου τον Τζακ Τέρι που υποδύθηκε ο Τζον Τραβόλτα στη συναρπαστική, δυστυχώς παραγνωρισμένη, ασφυκτική περιπέτεια παράνοιας του Μπράιαν ντε Πάλμα, Ο δολοφόνος του μεσονυχτίου. Τεμαχίζοντας ακουστικά τις τελευταίες στιγμές, συλλαμβάνει στο ελλιπές ηχητικό υλικό έναν συνδυασμό στατικού ηλεκτρισμού και πνιχτής ιαχής Αλαχού Ακμπάρ ‒ αν πρόκειται για τρομοκρατική ενέργεια, οι συνέπειες είναι μεν σοβαρές, αλλά όχι τόσο περίπλοκες όσο σε περίπτωση δολιοφθοράς.

Ωστόσο η αιφνίδια εξαφάνιση του προϊστάμενου του Βασέρ, μαζί με το παρελθόν του για επίμονες αναζητήσεις ευθυνών και λαθών που δεν έχουν καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, κάνουν τους υπόλοιπους, από τον διευθυντή της υπηρεσίας (Αντρέ Ντισολιέ) έως τη φίλη του (Λου ντε Λάαζ), η οποία ξεκίνησε συνεργασία με μια αντίπαλη αεροπορική εταιρεία, να αμφιβάλλουν για την κρίση του.

Τελικά, το Μαύρο Κουτί είναι ταινία κρίσης και κριτικής γύρω από αληθινά περιστατικά με σκάφη που κατέπεσαν εξαιτίας της πλημμελούς εκπαίδευσης των πιλότων στα νέα συστήματα autopilot (και πιο συγκεκριμένα για Boeing 737 που περιγράφηκαν στο ντοκιμαντέρ «Aftershock» του Netflix). Ο Γιαν Γκοζλάν καταφέρνει να ξεδιπλώσει οπτικά το δυστύχημα σε πολλαπλές παραλλαγές, σε ευθεία αντιπαράθεση με την εξέλιξη της πλοκής που συμβαίνει κυρίως στα αυτιά του Βασέρ, για να καταλήξει σε σασπένς με πολλά εμπλεκόμενα πρόσωπα και το δράμα ενός παρεξηγημένου, μοναχικού κυνηγού της αλήθειας που παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες, τις αμφιβολίες και την ηθική του.

Ο εξαιρετικός Πιερ Νινέ που γνωρίσαμε ως Ιβ Σεν Λοράν δείχνει ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο, περιστρέφοντας την εσωτερικότητά του γύρω από τα γεγονότα που προκύπτουν και τις αντιδράσεις των γύρω του ‒ ένας άνδρας που ψάχνει τη δύναμη μέσα από το σύμπλεγμα του αιώνιου παρατρεχάμενου. Η ταινία, στη φλέβα των πολιτικών θρίλερ των ’70s, όπως η Υπόθεση Πάραλαξ και οι Τρεις ημέρες του Κόνδορα, αργεί να αναπτυχθεί, αλλά οι ίδιες οι τεχνικές λεπτομέρειες που παίρνουν χρόνο να εγκατασταθούν στην πλοκή αποτελούν και την αληθοφανή ισχύ της υπόθεσης.