Από μια ταινία που ξεκινά με ένα μαύρο πλάνο, τον ήχο φρικιαστικών κραυγών και, τελικά, έναν άνδρα να φλέγεται περιμένεις τουλάχιστον την πιο μαυρόψυχη κινηματογραφική εμπειρία της χρονιάς. Kι όμως, τα επόμενα λεπτά του Feathers κάνουν την ανατροπή. Δεν θέλουμε να γράψουμε περισσότερα γι’ αυτά, για να μη σας χαλάσουμε την έκπληξη. Θα πούμε μόνο ότι για τους φίλους της καουρισμακικής κωμικής «στεγνότητας» και του κοενικού σουρεαλισμού αυτό που ακολουθεί είναι ένας μικρός θρίαμβος, σχεδόν θες να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις. Αν ήταν φιλμ μικρού μήκους, θα ευχόσουν να σαρώσει ό,τι βραβείο υπάρχει στα σχετικά φεστιβάλ.

 

Κάποια στιγμή, όμως, αυτό το φιλμ μικρού μήκους τελειώνει, μα η ταινία συνεχίζεται. Συνεχίζεται και περιφέρεται άσκοπα, ακολουθώντας τη συνηθισμένη συνταγή κοινωνικού ρεαλισμού κι εκείνη τη φεστιβαλική γραφή που παράγει πάνω-κάτω την ίδια ταινία, την οποία σχεδόν έχεις σιχαθεί να βλέπεις στα απανταχού φεστιβάλ, αλλά ντρέπεσαι να το παραδεχτείς εγγράφως και δημοσίως, μην τυχόν και εκδιωχθείς από την Εδέμ της κριτικής ιντελιγκέντσιας.

 

Χάρη σε αυτά τα πρώτα λεπτά περιμένεις όντως με περιέργεια να δεις την επόμενη ταινία του Ομάρ Ελ Ζοχάιρι, επειδή ταλέντο και φαντασία υπάρχουν. Όσον αφορά το ντεμπούτο του, η απάντηση στο τι θέλει να πει ο ποιητής μάλλον βρίσκεται στην πρώτη σκηνή, όπου η πατριαρχία φλέγεται. Απλώς, αντιστρέφοντας το γνώριμο καβαφικό ρητό, εύχεσαι, αντί να επιλέξει τον μακρύ δρόμο, να είχε φτάσει στην Ιθάκη κυριολεκτικά μια ώρα αρχύτερα.