Όταν μια ταινία του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ ξεκινά όχι απλά με τον θάνατο ενός παιδιού αλλά με τη δολοφονία του από την ίδια του τη μητέρα σε μια σκηνή χωρίς τεχνο-gore, νιώθουμε πως ο Καναδός σκηνοθέτης στοχεύει στην απελπισία και στην προειδοποίηση παρά στον εντυπωσιασμό.

 

Ο νους του είναι στο τι κρύβεται κάτω από μια τεράστια επιφάνεια, γιατί την εδώ και δεκαετίες κατακτημένη φόρμα τη χρησιμοποιεί ως υπονόμευση του νατουραλισμού και αισθησιακή αλληγορία. Άλλωστε, στα εβδομήντα εννιά του, δεν έχει τίποτα να αποδείξει και το Εγκλήματα του Μέλλοντος, με τίτλο δανεικό από μια ωριαία δική του ταινία από το 1970, με τη συγγένεια ευτυχώς να σταματά εκεί, ανθολογεί τους εικαστικούς του άξονες, ανακαλεί και ανακεφαλαιώνει οικείες θεματικές και ανελίσσεται με τον αγαπημένο του τρόπο, δηλαδή σαν υποδόρια αστυνομικό έργο, περιτυλιγμένο σε επιστημονική φαντασία με φόντο τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης.

 

Ο βασιλιάς του μεταφορικού σινεμά και, όπως ορθώς έχει χρισθεί από τους μελετητές και διαχρονικούς φαν, πρύτανης της σωματικής φρίκης έχει ως βασικούς πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι περφόρμερ, τον Βίγκο Μόρτενσεν (Σολ) και τη Λέα Σεϊντού (Καπρίς, η οποία σε κάποια στιγμή επεμβαίνει στο μέτωπό της, όπως πριν από μερικές δεκαετίες έκανε η πρωτοπόρος Ορλάν), και ένα δίδυμο γραφειοκρατών, τον συμπατριώτη του Ντον Μακέλαρ (ο σουρεαλιστικά αλλόκοτος Γουίπετ) και την πυρετώδη, ντροπαλή αλλά και άτσαλη Κρίστεν Στιούαρτ (Τίμλιν, η groupie της παράνομης επιθυμίας), η οποία ξεφεύγει από το πρωτόκολλο και συναρπάζεται με την παράσταση του Σολ.

 

Ο Σολ Τένσερ αναπτύσσει καινούργια όργανα στο σώμα του και η Καπρίς εκτελεί live τις επώδυνες αφαιρέσεις τους, μπροστά σε κοινό. Ο πόνος είναι απαγορευμένος, και «η χειρουργική επέμβαση είναι το νέο σεξ».

 

Μια κυβερνητική υπηρεσία έχει ως αποστολή να πατάξει την εξέλιξη του ανθρώπινου σώματος, ένας καλλιτέχνης και η σύντροφος/συνοδοιπόρος του ανάγουν τη σάρκα αλλά και το περιεχόμενο που κρύβει (σαν μια απόπειρα σύνδεσης με την ψυχή) σε τέχνη, μια ριζοσπαστική ομάδα κινείται παράλληλα και απειλητικά, καταναλώνοντας μοβ γλυκίσματα που παρασκευάζουν εργαστηριακά τα μέλη της, και ο Κρόνεμπεργκ μετατρέπει την ασφυκτική από τον περσινό καύσωνα και τις πυρκαγιές Αθήνα σε ένα μουντό, δυστοπικό άστυ, ενσωματώνοντας μάλιστα ένα παραλιακό ξέφωτο στην εξαίσια καλλιτεχνική διεύθυνση και ένα βυθισμένο πλοίο ως οργανικό κομμάτι του σκηνικού παζλ.

 

Με μνήμες από το Crash και εικόνες από το Existenz, το Crimes of the Future δεν πραγματεύεται την ταυτότητα και τη μεταμόρφωση όπως το Titane, που κέρδισε τον περσινό Χρυσό Φοίνικα, αλλά την αγωνιώδη, μεταφυσική προσπάθεια του καλλιτέχνη να βρει την αλήθεια σε μια εποχή λογοκρισίας, διχασμού και αποσύνθεσης.

 

Ενώνοντας τα επιμέρους στοιχεία και τους παγιδευμένους χαρακτήρες που είτε βιώνουν και μοιράζονται ένα βαρύ άχθος, όπως ο Βίγκο Μόρτενσεν σε μια τυπικά αφοσιωμένη, θαρραλέα ερμηνεία, είτε μετά βίας αναπνέουν από τους τιμωρητικούς νόμους, ο Κρόνεμπεργκ επιλέγει έναν διάλογο μεταξύ της εθιστικής τεχνολογίας και της πραγματικής ανάγκης για ζωή. Το θρίλερ του δεν προσφέρει πάντα λύσεις, πόσο μάλλον απαντήσεις. Προτιμά μια «more than meets the eye» κρυπτική αφήγηση, υπογραμμισμένη από το κομψό ηλεκτρονικό σκορ του Χάουαρντ Σορ, ως εμπειρία της μεγάλης μεταφοράς.