Στο διάστημα από το «Ladykillers» του Αλεξάντερ ΜακΚέντρικ, που τον ανέδειξε σε ένα από τα ανερχόμενα ταλέντα της κωμικής σκηνής, μέχρι το «Pink Panther» του Μπλέικ Έντουαρντς, το φιλμ που του χάρισε το δικό του franchise, όπως θα το αποκαλούσαμε με σημερινούς όρους, ο Πίτερ Σέλερς εξέλισσε την κωμωδία του μέσα από ταινίες που του έδιναν τη δυνατότητα να μεταμφιεστεί. Για παράδειγμα, στο «Smallest show on Earth» υποδύθηκε έναν ηλικιωμένο προβολατζή.

 

Στο ξεχασμένο σήμερα, μα θρυλικό για τους γηραιότερους «Mouse that roared» έπαιξε τρεις διαφορετικούς ρόλους, μια πρακτική που θα επαναλάμβανε αρκετές φορές στη συνέχεια της καριέρας του. Κάπου εκεί o Σέλερς γύρισε και το «Battle of the sexes», όπου υποδύεται έναν ηλικιωμένο λογιστή.

 

Στην ταινία, μια επιτυχημένη αναλύτρια επιχειρήσεων αποστέλλεται από την πολυεθνική της στο Εδιμβούργο για να εντοπίσει επενδυτικές ευκαιρίες. Στο τρένο συναντά έναν κληρονόμο βιοτεχνίας τουίντ και πείθεται να τον βοηθήσει να εκσυγχρονίσει την επιχείρησή του. Ο Σέλερς είναι ο λογιστής της εταιρείας. Είχε υποσχεθεί στον ετοιμοθάνατο πατέρα του τωρινού ιδιοκτήτη ότι θα βοηθήσει στη διαφύλαξη των συμφερόντων της επιχείρησης όταν αναλάβει ο γιος του και τώρα καλείται να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.

 

Η ταινία του Βρετανού Τσαρλς Κράιτον, σκηνοθέτη του «Lavender hill mob» και του «A fish called Wanda», πρωτοκυκλοφόρησε στις εγχώριες αίθουσες με τον τίτλο «Δολοφόνος για γέλια». Σε μεταγενέστερη επανέκδοσή της προτιμήθηκε ο πιο σκανδαλιστικός και (ακατ)ανόητος «Η δακτυλογράφος δεν υποκύπτει». Ο αγγλικός είναι «The battle of the sexes».

 

Κανένας από τους τρεις δεν την περιγράφει σωστά. Προσπερνώντας τους ελληνικούς και εστιάζοντας στον πρωτότυπο, πιθανότατα η παραγωγός εταιρεία ήθελε να εκμεταλλευτεί τη δημοφιλία των screwball κωμωδιών της εποχής, ταινιών που εστίαζαν στις εντάσεις που προέκυπταν από τη σύγκρουση των δύο φύλων την εποχή εκείνη. Υπάρχουν κι εδώ εντάσεις, αλλά αφορούν τη σύγκρουση δύο διαφορετικών επιχειρησιακών θεωριών, του εξορθολογιστικού, γραφειοκρατικού αμερικανικού μοντέλου και του παραδοσιακού, οικογενειακού βρετανικού προτύπου. Με δεδομένη την καταγωγή της ταινίας, μπορείτε να φανταστείτε ποιος κερδίζει.

 

Σε επίπεδο κωμωδίας, παρά την παραπομπή του ελληνικού τίτλου σε φαρσοκωμωδία, πρόκειται για μια λεπτή κωμωδία, όπου το χιούμορ προκύπτει περισσότερο μέσω του διαλόγου, της κατάστασης, της ευφορικής διάθεσης και, βέβαια, του Πίτερ Σέλερς. Δεν θα δείτε τη μαινόμενη σλάπστικ περσόνα του Σέλερς. Εδώ θα δείτε τον καρατερίστα Σέλερς, εκείνο τον ηθοποιό που θα υπηρετήσει το όραμα του σκηνοθέτη του με τη μεταμόρφωσή του στον χαρακτήρα, εδώ έναν ηλικιωμένο Σκωτσέζο.

 

Εφευρίσκοντας μια σειρά από διακριτικούς μανιερισμούς, ο Σέλερς θα συνθέσει με πειστικό τρόπο έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας κι ας ήταν μόλις τριάντα τεσσάρων όταν γύρισε την ταινία. Η αρτηριοσκληρωτική κριτική περίμενε να έρθει το «Being There» για να αναγνωρίσει τον «ηθοποιό» Σέλερς, αλλά αυτός ήταν πάντα εκεί, όπως λέει και ο τίτλος της ταινίας του Χαλ Άσμπι. Βρισκόταν τόσο στις σπαρταριστές μασκαράτες όσο και σε δραματικές δουλειές του, από τη «Lolita» του Κιούμπρικ μέχρι το μαυρόψυχο «Blockhouse», εκείνοι αδυνατούσαν να τον δουν.

 

Φυσικά, πέραν της προφανούς σεκάνς της δολοφονικής απόπειρας, που ενέπνευσε και τον Έλληνα διανομέα στο παρελθόν, το κωμικό ένστικτο του Σέλερς παράγει κι εδώ γέλιο, αλλά με έναν πιο μετρημένο τρόπο από αυτόν που περιμένεις από αυτόν –μια παύση, μια ανεπαίσθητη γκριμάτσα‒, αρκεί, φυσικά, να τον παρατηρήσεις για λίγο μέσα στο κάδρο, αντί να διαβάζεις υπότιτλους.

 

Το θέαμα είναι παλιομοδίτικο, σε κάποιους σίγουρα θα φανεί παρωχημένο, ειδικά στο κομμάτι των sex politics που παραπλανητικά υπερτόνισε η παραγωγή – το σχετικό voice over που ακούγεται στην αρχή και στο τέλος μοιάζει με κάτι που πρoέκυψε τελευταία στιγμή στο post-production, παρά για οργανικό κομμάτι της δημιουργίας. Μολαταύτα, το φιλμ διατηρεί μια γοητεία μες στην αφέλειά του και φέρει και μια ενισχυμένη καλλιτεχνικότητα σε σχέση με τη μέση βρετανική κωμωδία της εποχής χάρη στο κιαροσκούρο του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Φρέντι Φράνσις. Για τους φαν του κωμικού, δε, ίσως αποδειχθεί μια γλυκύτατη μικρή ανακάλυψη.