Υπάρχει κάτι τρομερά ενδιαφέρον, δυστυχώς μόνο ως παρένθεση, στην ταινία που ήδη παρακολουθούμε, όταν ο παθιασμένος Γκιστάβ Εφέλ εισηγείται τον περίφημο πύργο που θα άλλαζε για πάντα την όψη του Παρισιού σε μια πολύ επιφυλακτική με την πρότασή του επιτροπή σοφών: θα είναι η ιστορική μας εκδίκηση, η αναπτέρωση του καταρρακωμένου ηθικού της πόλης μας μετά από μακρά περίοδο δακρύων και πόνου, υποστηρίζει.

 

Νωρίτερα, σε ένα δείπνο, δεν είχε παραλείψει να επισημάνει πως το μνημείο απέναντι στο οποίο αρχικά ήταν αδιάφορος θα ξεπερνούσε τις ταξικές διακρίσεις, θα ήταν προσβάσιμο σε όλους και θα καταδείκνυε τη βιομηχανική εποχή, της οποίας υπήρξε διακεκριμένος εκπρόσωπος. «Δεν νομίζετε πως ο όρθιος μαστόδοντας θα αποθαρρύνει τους τουρίστες μας;» ήταν η πρώτη αντίδραση. Ειρωνεία, καθώς, 133 χρόνια αργότερα, ο Πύργος του Άιφελ, όπως τον προφέρουμε στα ελληνικά, έχει συγκεντρώσει 300 εκατομμύρια τουρίστες και όχι μόνο δεν σπίλωσε ή σκίασε, όπως φοβούνταν οι θιασώτες του μετασχεδιασμού της πρωτεύουσας της Γαλλίας από τον Οσμάν, την Όπερα Γκαρνιέ, την Παναγία των Παρισίων ή το Λούβρο, αλλά συνόψισε τον δυναμικό νέο αιώνα, καθώς και όλες τις κλίσεις του πανεπιστήμονα που το υπέγραψε.

 

Ο Εφέλ ήταν αρχιτέκτονας και μηχανικός και προς το τέλος της ζωής του ασχολήθηκε σοβαρά με τη μετεωρολογία και την αεροδυναμική ‒ ο Πύργος του ενσωματώνει ακριβώς αυτά τα πεδία, μοιάζοντας με αεροδυναμικό μεταλλικό κεραυνό που αψηφά τη βαρύτητα, μετεωρολογικό σταθμό μνημειώδους κλίμακας και ένα μοντέλο μηχανικής που σίγουρα κράτησε πολύ περισσότερο από τα είκοσι χρόνια που προβλεπόταν ως πρόταση της Γαλλίας στο World Fair του 1889.

 

Επιπλέον, ήταν ένα στοίχημα εξουσίας, λόγω του ύψους του, απέναντι στον Νέο Κόσμο, φτιαγμένο από έναν άνθρωπο πολύ οικείο στους Αμερικανούς, καθώς είχε φροντίσει την εσωτερική κατασκευή του Αγάλματος της Ελευθερίας, της ευγενούς χειρονομίας των Γάλλων στους φίλους τους της απέναντι όχθης.

 

Το αμερικανικό στυλ βιογραφίας διέπει την ανάγλυφων γαλλικών χαρακτηριστικών δραματική ταινία εποχής, καθώς ο σκηνοθέτης Μαρτέν Μπουρμπουλόν προσπερνά τα γραφειοκρατικά, οικονομικά και τεχνικά εμπόδια της κατασκευής προς όφελος μιας ρομαντικής ιστορίας που ελέγχεται ιστορικά. Είναι από εκείνες που προσπαθούν να εξηγήσουν, σχεδόν μεταφυσικά, τη μούσα πίσω από τη διάνοια, όπως ο Ερωτευμένος Σαίξπηρ, που επίσης είχε επιχειρήσει ένα ακροβατικό παρασκήνιο πίσω από τον βάρδο, βασισμένο σε φήμες και μερικές μαρτυρίες που μπορεί και να μη στέκουν με γνώμονα την αλήθεια και τις καταγεγραμμένες πηγές.

 

Στην περίπτωση του Εφέλ είναι ορατό πως ο Πύργος του σχηματίζει ένα τεράστιο άλφα, το αρχικό γράμμα των δυο αγαπημένων γυναικών της νεότητάς του. Η Αλίς ήταν η πρώτη εξαδέλφη του, το κορίτσι με το οποίο περνούσε τα καλοκαίρια στην Ντιζόν και ήταν τρελά ερωτευμένος. Η Αντριέν Μπουρζές ήταν η επόμενη, η όμορφη ερωμένη του από το Μπορντό, που ήθελε διακαώς να την παντρευτεί, αλλά οι γονείς της απέρριψαν την πρότασή του γιατί δεν τον έβρισκαν «αρκετό» για την κόρη τους. Ο Εφέλ έκανε πέντε παιδιά με μια γυναίκα που έφυγε νωρίς από τη ζωή λόγω πνευμονίας και η σεναριογράφος Καρολίν Μπονγκράν επιλέγει την Αντριέν ως έμπνευση για την ταινία, τη δημιουργία του μνημείου και καταλύτη της ορμής του Εφέλ όταν οι καταστάσεις γίνονται σαρωτικά ανασταλτικές για το όραμά του.

 

Ευτυχώς, ο Ρομέν Ντιρίς, ένας ηθοποιός που εξελίσσεται ευεργετικά σε κάθε ταινία στην οποία συμμετέχει με τύπο ευέλικτο και προσαρμοστικό στις απαιτήσεις οποιασδήποτε ιστορικής περιόδου, διαθέτει τη συναισθηματική νοημοσύνη που χρειάζεται για να ισορροπήσει μεταξύ ενός στεγνού μετρ του αρχιτεκτονικού όγκου και ενός παράφορα ερωτευμένου άνδρα που αναλώνεται από μια καταδικασμένη επιθυμία.

 

Έχοντας συναντήσει την παντρεμένη πλέον με τον Αντουάν ντε Ρεστάκ (Πιερ Ντελαντονσάμ), Αντριέν, βλέπουμε την πρώτη γνωριμία και τον έρωτά τους σε φλασμπάκ και την παράλληλη, πυρετώδη ενασχόληση ενός υπερφιλόδοξου εργάτη των εφαρμοσμένων επιστημών με το γιγαντιαίο πρότζεκτ, που μάλιστα ομολογεί πως ξεπερνά το ανθρώπινο μέγεθος και τις δυνατότητές του, την ίδια στιγμή που ο ίδιος, κι εμείς ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε αν η αναμόχλευση της παλιάς φλόγας θα έχει απτό αποτέλεσμα ‒ το ότι ο Πύργος τελικά θα ανεγερθεί φυσικά το γνωρίζουμε.

 

Το μαθαίνουμε, έμμεσα, στην προτελευταία σκηνή ενός φιλμ «παράλληλου», λόγω του σινεμασκόπ φορμάτ του, και προσγειωμένου στην αφήγησή του, ενός στόρι που παραμελεί τη μεγάλη κάθετη εικόνα και προτιμά να την υπονοεί, δραπετεύοντας σε μια υπόθεση αγάπης που φαντάζει φυγόκεντρη, ειδικά αν αναλογιστούμε πως μπορεί να μην υπήρξε ποτέ, σε μια πανάκριβη παραγωγή 23 εκατομμυρίων ευρώ με ικανούς συντελεστές (ο Αλεξάντρ Ντεσπλά συνθέτει το εναρμονισμένο με το κλίμα και το ύφος μουσικό σκορ), γιορτάζοντας έτσι ένα μοναδικό και αμφιλεγόμενο επίτευγμα με μια συμπαθή, τετριμμένη υποσημείωση.