Ο Φρεντ και ο Μικ, δυο παλιόφιλοι, βρίσκονται για διακοπές σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στις παρυφές των Άλπεων. Ο Φρεντ, συνθέτης και μαέστρος, τα έχει παρατήσει. Ο Μικ, σκηνοθέτης κινηματογράφου, εργάζεται ακόμα. Και οι δυο αντιμετωπίζουν με περιέργεια και τρυφερότητα τις ζωές των παιδιών τους, τους ενθουσιώδεις σεναριογράφους του Μικ αλλά και τους υπόλοιπους ενοίκους του ξενοδοχείου. Την ώρα που ο Μικ πασχίζει να τελειώσει το σενάριο για μια ταινία που προσδοκά να είναι η καλύτερή του, ο Φρεντ δεν δείχνει διατεθειμένος να αναπολήσει τη μουσική του καριέρα. Αλλά υπάρχει κάποιος που με κάθε κόστος θέλει να τον δει ξανά να διευθύνει ορχήστρα.
Ο Πάολο Σορεντίνο και ο Λούκα Γκουαντανίνο, οι δύο Ιταλοί σκηνοθέτες που ξεχωρίζουν διακριτά από τους συμπατριώτες τους σύγχρονους κινηματογραφιστές, στο μέτρο που καταπιάνονται με τραγωδίες χωρίς να φοβούνται την αγγλική γλώσσα και τους μεγάλους σταρ, το μελό και τις ακραίες συγκρούσεις, την πρωταγωνιστική σκηνογραφία, την έντονη μουσική και την ακροβατική σκηνοθεσία, μοιάζουν στη χρήση της αισθητικής και της αισθαντικότητας, αλλά βασικά διαφέρουν σε όλα τα (ουσιαστικά) υπόλοιπα. Η κύρια αντίθεσή τους εντοπίζεται στον πυρήνα του έργου: ο Γκουαντανίνο, όπως αποδεικνύει και το Bigger Splash, εκτός από το ντεμπούτο του με το Είμαι ο Έρωτας, πιστεύει στην κάθαρση της τελευταίας στιγμής και την επιδιώκει με μπλέξιμο των genres. Ο Σορεντίνο κινείται γύρω από την ψυχική αποσύνδεση, τη βαθιά μοναξιά του ήρωα, ένα βαρύ ennui που παλεύει με τη ματαιότητα σε ένα παρατεταμένο υπαρξιακό ταξίδι που βρίσκεται κοντά στο τέλος, την ίδια στιγμή που κοντοθυμάται τις καλύτερες στιγμές του παρελθόντος. Το Il Divo, το This must be the place και το Grande Bellezza είχαν έναν κεντρικό ήρωα, σταρ στο μικρό ή μεγάλο σύμπαν του, αποτραβηγμένο στις σκέψεις του και εξόχως μελαγχολικό. Ο Τόνι Σερβίλο ως Ρωμάνος περιπατητής και Τζούλιο Αντρεότι και ο Σον Πεν ως καμένος ρόκερ σε απόσυρση ήταν οι θλιμμένοι κλόουν μπροστά σε έναν τοίχο από βαλσαμωμένα θηράματα, θηρία κι αυτοί, αλλά που μονολογούσαν σιωπηρά, εκλιπαρώντας για την έκπληξη. Στη Νιότη το σκηνικό είναι πιο πλούσιο και η «δράση» μοιράζεται σε δύο πρωταγωνιστές, τον Φρεντ και τον Μικ, μουσικοσυνθέτη και σκηνοθέτη αντίστοιχα, κολλητούς από παλιά, που κάνουν τις διακοπές τους σε ένα ελβετικό σανατόριο. Ο ήρεμος Φρεντ δέχεται πρόταση από τη βασίλισσα να διευθύνει μια συναυλία και πιέζεται σοβαρά, καθώς έχει πάρει την απόφαση να μην ασχοληθεί ξανά με τη μουσική για προσωπικούς λόγους. Αντίθετα, ο ανήσυχος Μικ έχει φέρει μαζί του τους σεναριογράφους του στο θέρετρο των Άλπεων και ετοιμάζει μανιωδώς την ταινία-διαθήκη του. Με τέτοια επαγγέλματα ο Σορεντίνο κάνει πάρτι, μια οπτικοακουστική συμφωνία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γηραιοί φίλοι αντιπαραθέτουν τις διαφορετικές ενέργειές τους, τις κόντρες στη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής, την οπτική τους πάνω στη ζωή και τον θάνατο, με αιχμή τη νεότητα του τίτλου, που διαταράσσει τις αναμνήσεις και τις διακοπές τους, καθώς οι συναντήσεις τους σε αυτό τον επίγειο παράδεισο κυμαίνονται αγρίως από αιθέριες υπάρξεις, ταλαιπωρημένα σώματα σε spa αποκατάσταση, φαντάσματα του παρελθόντος, ενήλικα παιδιά με απαιτήσεις και προβλήματα, μια τσαντισμένη ντίβα του σινεμά (θαύμα η Τζέιν Φόντα) ως τον... Μαραντόνα. Ο Φρεντ/Μάικλ Κέιν και ο Μικ/Χάρβεϊ Καϊτέλ προέρχονται από διαφορετικές χώρες και σχολές υποκριτικής, αλλά επειδή είναι σπουδαίοι ηθοποιοί, με αντίληψη των λεπτομερειών και την απαραίτητη ωριμότητα να συλλάβουν την υπαρξιακή κρίση χωρίς το άγχος της εμφατικής έκφρασής της, είναι ιδανικά συμπληρωματικοί στους ρόλους, μετατρέποντας δύο «απίθανους» χαρακτήρες (πόσες πιθανότητες έχεις να δεις αυτούς τους δύο μαζί με τους υπόλοιπους επισκέπτες, μαζεμένους σε έναν τόσο θεσπέσιο χώρο!) σε ανθρώπους που παρατηρούν και συλλογίζονται ισόποσα, και συγκινητικά. Με τον φελινικό του μανδύα αυτήν τη φορά στραβά ριγμένο στον ώμο –τα φαντάσματα της Ιουλιέτας;–, ο Πάολο Σορεντίνο γλιτώνει την υπερβολή με τη συνέπεια και την προσήλωσή του σε ένα οριοθετημένο και καλιμπραρισμένο δράμα για την άπιαστη νιότη, ανάλαφρο και βαρύ όταν πρέπει, λοξοκοιτώντας συχνά στην τέλεια ομορφιά που παρενοχλεί το λυκόφως των γερόλυκων.