Λίγο πριν από την αναγγελία του break του από τη σκηνοθεσία, ο Λάνθιμος αναλογίζεται το βάρος της περιπέτειας κάθε ταινίας που γυρίζει και αποτιμά το ψυχικό κόστος που αυτή την περίοδο εξαργυρώνεται σε burnout. Από έναν τόσο οργανωμένο σκηνοθέτη, που αντιμετωπίζει ενδελεχώς κάθε πλευρά της διαδικασίας, από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεση, θα περίμενε κανείς ένα πλάνο μακρύ και καλά σχεδιασμένο.
Κι όμως, δεν προεξοφλεί την καριέρα του, δεν προδικάζει το μέλλον του. Ένα βήμα τη φορά. Δεν είχε στο μυαλό του το εξωτερικό από το get go – το προσωπικό καλλιτεχνικό του όραμα τον οδήγησε στο Λονδίνο. Δεν ξεκίνησε με πολιτικές δηλώσεις μέσα από τον κινηματογράφο που πάντα τον ενδιέφερε να κάνει, αλλά τώρα η πιο ευαισθητοποιημένη ταινία του για το πού βαδίζει ο κόσμος μας, η μαύρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας Βουγονία, συνέπεσε, σίγουρα όχι τυχαία, με την εύγλωττη στάση του για την Παλαιστίνη. Κι εδώ που τα λέμε, δεν γεννήθηκε Ολυμπιακός, πρώτα τον συνάρπασε η ομάδα και έπειτα της αφοσιώθηκε. Ακόμη και για τον τόνο των ταινιών του, τον περίφημο σουρεαλιστικό παραλογισμό που υποβάλλει το ύφος ή επιβάλλεται σε αυτό, δεν παραδέχεται ευθεία πρόθεση, αφήνοντας την τελική κρίση σε εμάς.
Μετά από πολλές, σαφώς μικρότερες σε διάρκεια και πιο επικεντρωμένες σε σινεφίλ θέματα συναντήσεις μας, σε αυτή που φαίνεται να είναι η τελευταία του συνέντευξη μέχρι να αποφασίσει να επανέλθει στην ενεργό δράση, μας μιλά για πρώτη φορά για ώρα, ελεύθερα, εγκάρδια – είναι «ποταμός».
Πώς θα μπορέσω να ξαναβρώ κάπως την αφελή ενέργεια και τη χαρά που είχα όταν κάναμε τις ταινίες στην Ελλάδα; Δεν καταλαβαίνω γιατί ο πόνος και το άγχος παραμένουν και χειροτερεύουν! Κάποιος που το βλέπει απ' έξω θα ρωτούσε πώς δικαιολογείται η κρίση πανικού ή η κατάθλιψη σε κάποιον τόσο πετυχημένο;
Συζητήσαμε για το ένστικτο και τη λογική, για την Έμα Στόουν, τον Πειραιά και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τυπώνουν μαζί «για το meditation του πράγματος»· για τις λογοτεχνικές του επιρροές και τις mainstream συνήθειές του· για τον Σεϊτζούν Σουζούκι και τον Νοσφεράτου· για τις αρχικές δυσκολίες στη χρηματοδότηση του Αστακού και την επιστροφή του στην Αθήνα· για το μέλλον, του πλανήτη και το δικό του.
Και σαν να γνώριζα, διαισθητικά, πως η καμπή υποδεικνύει ένα πιο βαθύ ερέθισμα που θα τον ξαφνιάσει, ξεκίνησα με μια παιγνιώδη, υπαρξιακή ερώτηση.
― Τελικά, Γιώργο, ποιος είσαι;(γελάει) Το ήξερα βέβαια ότι θα γελάσεις.
Αυτό είναι ένα πράγμα που το ψάχνεις σε όλη σου τη ζωή, μέχρι να πεθάνεις. Δεν ξέρω ακριβώς τι με ρωτάς. Εννοείς τι κάνω, γιατί είμαι εδώ;
― Νιώθω πως είσαι σε μια καμπή, δημιουργικά και ηλικιακά. Διερωτώμαι αν ξανασκέφτεσαι τη διαδρομή, αν κάνεις έναν απολογισμό, ποιους στόχους θέτεις.
Αν και δεν απαντά στο ποιος είμαι, ναι, βρίσκομαι σε μια φάση βαθιάς «αναρώτησης» τώρα που έχω κάνει αυτές τις ταινίες, έχω βρει τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι σταθερά τόσα χρόνια –και κάθε φορά βρίσκεται ένας ακόμη– κι έχω απόλυτη δημιουργική ελευθερία να κάνω τις ταινίες που θέλω. Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία είναι κυρίως αγχωτική και δύσκολη για μένα, λιγότερο στην τροχιά της σύλληψης μιας ιδέας και περισσότερο στη διαδικασία της υλοποίησης. Το βρίσκω σκληρό, επιβαρυντικό για την ψυχική υγεία.
Ενώ υπάρχει μια άνεση αυτήν τη στιγμή –έχω την τύχη να δουλεύω σε συνθήκες διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν όταν ξεκίνησα, τότε που παρακαλούσαμε για χάρες όλον τον κόσμο, που δυο-τρεις φίλοι και συνεργάτες πλήρωναν μαζί με μένα τις ταινίες μου και δεν είχαμε καμία επιλογή για τίποτε–, προσπαθώ να πάρω μια απόσταση και να καταλάβω: αφού κέρδισα όλα αυτά κι αφού δουλεύω με συνεργάτες που αγαπώ, γιατί είναι τόσο επίπονη η διαδικασία; Πώς θα μπορέσω να ξαναβρώ κάπως την αφελή ενέργεια και τη χαρά που είχα όταν κάναμε τις ταινίες στην Ελλάδα, για παράδειγμα; Δεν καταλαβαίνω γιατί ο πόνος και το άγχος παραμένουν και χειροτερεύουν! Κάποιος που το βλέπει απέξω θα ρωτούσε, πώς δικαιολογείται η κρίση πανικού ή η κατάθλιψη σε κάποιον τόσο πετυχημένο; Αυτό πρέπει να το βρεις με τον εαυτό σου, ή με βοήθεια. Η ηλικία παίζει σαφώς ρόλο. Το θέμα είναι πώς ξαναβρίσκεις τη χαρά.
Για να μη μιλήσω για τη διαδικασία της προώθησης (γελάει), ένα ακόμη πρόβλημα. Ο κινηματογράφος είναι πολύ ακριβό πράγμα και χρειάζεται υποστήριξη, σύμφωνοι. Το να γυρίζω, όμως, όλον τον κόσμο επί έξι μήνες, μετά από έναν χρόνο γυρισμάτων, προσπαθώντας να βρω τα λόγια για να μιλήσω για την ταινία, είναι πολύ επίπονο. Βέβαια, αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς, αν θέλεις να δει κόσμος την ταινία σου. Προσωπικά, το θεωρώ μη συμβατό με τις ποιότητες ενός ανθρώπου που θέλει να κάνει σινεμά.
― Στο εξωτερικό βρίσκω πως κινείσαι πιο εύκολα κατά την προώθηση των ταινιών σου. Ενδεχομένως να μη σε μπλοκάρει η μητρική γλώσσα…
Το έχω πει πολλές φορές πως περνάω δυο χρόνια να σκέφτομαι και να μιλάω αγγλικά και ξαφνικά, όταν χρειαστεί να κάνω τρεις συνεντεύξεις στα ελληνικά και να προσπαθήσω να μεταφράσω ό,τι έχω στο μυαλό μου στα αγγλικά, μου προκύπτει το κόμπλεξ ότι δεν μπορώ να μιλήσω ελληνικά επειδή έζησα και δούλεψα 10 χρόνια στην Αγγλία, και πόσο γελοίο είναι αυτό (γελάει). Επίσης, στην Ελλάδα υπάρχει μεν κάτι θετικό, δηλαδή άνθρωποι που γνωρίζω και αγαπάω, που με ενδιαφέρουν και μοιράζομαι αυτό που κάνω μαζί τους, αλλά υπάρχει και κάτι αρνητικό, μια πιο επιθετική στάση από ορισμένους, με την έννοια ότι «θέλουμε ένα κομμάτι από σένα, γιατί είσαι δικός μας». Σε αυτό δεν αντιδρώ καλά.
― Νομίζω πως με τη συχνή σου παρουσία στα γήπεδα έχεις δημιουργήσει συμπάθεια, κυρίως σε άνδρες που δεν θα έβλεπαν εύκολα ταινίες σου. Κι αυτό επειδή σου αρέσει η μπάλα…
Έστω και η πορτοκαλιά… (γελάει)
― Ναι, σαν να έγινες ένας από εμάς!
Αυτό είναι και ένα από τα θέματα της Βουγονίας. Ανάλογα με τις προκαταλήψεις μας, δημιουργούμε έναν διογκωμένο «παρωπιδισμό», μια εικόνα για τους ανθρώπους άσχετη με την πραγματικότητα και μάλιστα πάρα πολύ περιορισμένη, η οποία μεγεθύνεται με τη σύγχρονη τεχνολογία. Εγώ δεν είμαι μόνο ένας περίεργος σκηνοθέτης που ενδιαφέρεται μόνο για τις ταινίες του. Έπαιζα μπάσκετ μικρός, με ενδιαφέρει πάντα, μπορώ να κάνω οτιδήποτε άλλο.
― Η Τίλι Νόργουντ, η ηθοποιός που κατασκευάστηκε ψηφιακά, θα πρέπει να μας απασχολεί σοβαρά ή πρόκειται για ψευδοδίλημμα;
Όποιος παρακολουθεί την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης δεν νομίζω πως εκπλήσσεται. Δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί στο μέλλον και πόσο μακρινός είναι ο ορίζοντας για κάτι τέτοιο. Αυτήν τη στιγμή είναι κάτι αξιοπερίεργο που δεν έχει ολοκληρωθεί. Προφανώς συμβαίνουν πράγματα που προκαλούν ενδιαφέρον και θαυμασμό, αλλά ακόμη είναι νωρίς. Όμως, το μετά μπορεί να είναι του χρόνου.
— Η Έμα Στόουν είναι ακριβώς το αντίθετο: μια γυναίκα παλλόμενη, ηθοποιός με ενσυναίσθηση και πάθος. Είναι η μούσα σου και εσύ η δική της, όπως έχει πει πολύ σωστά σε συνεντεύξεις της, γιατί τα αμοιβαία αισθήματα οφείλουν να λειτουργούν αμφίδρομα σε ένα τέτοιο σερί συνεργασιών.
Επίσης είναι και μειωτικό για μια γυναίκα να θεωρείται μούσα, και όχι ένας άνδρας. Εκείνη το επέλεξε να είμαι ο «μούσος» της.
—Τι είναι αυτό που σας έχει οδηγήσει να συστήσετε έναν τόσο πιστό θίασο;
Εκτιμάμε πολύ ο ένας τον άλλον, επαγγελματικά και προσωπικά, έχουμε κοινή αίσθηση του χιούμορ, δεν ταλαιπωρούμαστε με μάταιες υποθέσεις και αναλύσεις σε σχέση με τη δουλειά. Έτσι δημιουργείται μια εμπιστοσύνη που μας πάει παραπέρα. Δεν φοβόμαστε και δεν φυλαγόμαστε. Η Έμα, εκτός από τρομερή ηθοποιός, διαθέτει ένστικτο και αντίληψη, γι’ αυτό είναι και παραγωγός της ταινίας. Συζητάμε για όλα τα κομμάτια της. Ψάχνουμε μαζί, όπως στην περίπτωση του ηθοποιού της ταινίας που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού, του Έινταν Ντέλμπις. Και με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί μια πολύ στενή σχέση πια, βαθιά.
— «Αυτά τα αγόρια, τι με έχουν βάλει να κάνω!» έχει πει η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ για τους αδελφούς Κοέν, τον σύζυγο και τον γαμπρό της δηλαδή. Η Έμα έχει αισθανθεί ποτέ πως κάτι ξεπερνά τα όριά της;
Αν νομίζει πως κάτι δεν λειτουργεί, μου λέει να το ξανασκεφτούμε, ή να προχωρήσουμε «αλλού», κάτι που με έχει βοηθήσει κι εμένα ως δημιουργό.
— Δεν είσαι, ωστόσο, συγκεντρωτικός ως σκηνοθέτης; Ήσουν αλλιώς στην αρχή;
Ναι, ήμουν πιο απόλυτος. Μου πήρε χρόνια να διαλύσω την παρεξήγηση πως ένας σκηνοθέτης πρέπει να ελέγχει τα πάντα. Είναι εντελώς λάθος, εκτός κι αν μιλάμε για μια κατάσταση όπου ο ίδιος έχεις κάνει εσφαλμένες επιλογές συνεργατών, οπότε πρέπει να παρέμβεις. Όταν βρήκα πια τους ανθρώπους για την κάθε θέση, και απέκτησα μαζί τους οικειότητα, έφυγε και ο φόβος πως αν κάποιος συνεργάτης μού προτείνει κάτι που δεν είναι δικό μου δεν θα υπηρετεί το όραμα της ταινίας.
— Επικαλείσαι από παλιά το ένστικτο…
Ε, δεν έχω κάνει και κάτι άλλο (γελάει).
— Επειδή όμως έχουμε τη λογική, την καρδιά και το μυαλό, το ένστικτο το ταυτίζεις με την καλλιτεχνική φύση;
Όχι. Και βιολογικά αν το ψάξεις λίγο, επειδή έχω αρχίσει να ακούω πολύ τους νευροεπιστήμονες, αυτό που αποκαλούμε «gut feeling», αυτή η αίσθηση στο στομάχι, είναι κρίσιμο, αφού το μικροβίωμα του στομαχιού επηρεάζει πολύ τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η διαδικασία μιας ταινίας δεν προϋποθέτει μόνο τη λογική. Το ένστικτο είναι πολύ σημαντικό για να φτιάξεις κάτι πολύ προσωπικό. Με τα χρόνια, οι προτιμήσεις ενός καλλιτέχνη αυτοματοποιούνται. Αυτές τις αυτοματοποιήσεις τις συμπεριλαμβάνω στο ένστικτο. Μεταξύ του κόκκινου και του μπλε διαλέγω το κόκκινο, χωρίς να το σκέφτομαι. Το ίδιο και στη συγγραφή του σεναρίου, στο τι σημαίνει η μια τροπή της πλοκής έναντι μιας άλλης. Προσπαθώ να διαλέγω μια διαδρομή ανοιχτή προς τον θεατή ώστε να μπορεί να εμπλέκεται με την προσωπικότητα και τις εμπειρίες του. Δεν υπάρχει σωστό, παρά μόνο μια ισορροπία που προσπαθείς να φτιάξεις, ανάμεσα στο δράμα, στην κωμωδία και στον ρυθμό.
— Επειδή έχεις πλέον εύρωστη φιλμογραφία, υπάρχει κάποια ταινία σου που να θεωρείς τέλεια;
Όχι. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα του ψυχικού βάρους στη δημιουργία. Πάντα θα μπορούσε να υπάρχει κάτι παραπάνω να γίνει.
— Εννοώ να τη θεωρήσεις τέλεια, αφού την αποχαιρετήσεις, από το πώς έγινε δεκτή. Θυμάμαι πόσο περίλυπος ήταν ο Ντέιβιντ Φίντσερ από τον τρόπο που του μιλούσαν για τη βία του «Fight Club» στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Όντως, στη Βενετία δεν την κατάλαβαν (γελάει). Δεν άλλαξε γνώμη ο ίδιος, απλώς στενοχωρήθηκε και έπαθε κατάθλιψη. Αργότερα αναγνωρίστηκε το Fight Club. Συμβαίνει και σε μένα να μην ξαναδώ μια ταινία μου για χρόνια –μπορεί και επτά ή δέκα χρόνια– αφότου έχω εγκρίνει την τελική της κόπια. Έχω μια αίσθηση για τις ταινίες μου που σχετίζεται με την εμπειρία, με το πώς λειτούργησαν στον κόσμο, κι αν λειτούργησαν σε μια μερίδα του κοινού. Αυτό για μένα μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία…
— Άνθρωποι του στενότερού σου περιβάλλοντος ή και άγνωστοι σε πλησιάζουν για να σου κάνουν σχόλια που σε ενδιαφέρουν;
Ναι, και οι δύο περιπτώσεις.
— Από νωρίς ακολούθησες τον δρόμο του παραλόγου σε όλα σου τα σενάρια, και όχι μόνο σε εκείνα του Ευθύμη Φιλίππου. Όραμα και στοίχημα μαζί. Επίτηδες δεν χρησιμοποιώ τον όρο weird…
Weird wave, και μάλιστα Greek weird wave (γελάει).
— Ωστόσο, αν και άυλα, το σουρεαλιστικό και το absurd είναι ενταγμένα στο DNA των ταινιών σου. Τα έχεις παντρευτεί; Δεν θέλεις να τα αποχωριστείς επειδή έτσι είναι το καλλιτεχνικό σου «ύφασμα»;
Δεν το έχω σκεφτεί έτσι.
— Αποκλείεται! Ο Γούντι Άλεν μάς είχε πει κάποτε πως όταν γράφει τα σενάρια δεν είναι σίγουρος αν θα γείρουν προς το δράμα ή προς την κωμωδία, όπως στην κρίσιμη σκηνή του «Match Point». Ο τόνος είναι αυτός που αλλάζει τα πάντα. Και δεν είναι τυχαίο πως από όλους σου τους συνεργάτες, ο μόνος που παραμένει σταθερός είναι ο μοντέρ σου, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης. Μαζί το κάνετε!
Παρόλο που δεν με πιστεύεις (γελάει), το αποτέλεσμα που διαπιστώνεις εσύ, κυρίως ως θεατής, είναι ένα συνονθύλευμα των διαδικασιών που προανέφερα. Έχω αναπτύξει μια προτίμηση, ένα γούστο, μια αντίληψη για το πώς λειτουργούν τα πράγματα. Χρειάζομαι χιούμορ για να μιλήσω για μια κατάσταση. Το δράμα από μόνο του δεν μου προξενεί κανένα συναίσθημα. Ή, αν είναι δράμα, θέλω να το σπρώξω πέρα από τον ρεαλισμό. Έχω μια τέτοια τάση, αλλά δεν σκέφτομαι απαραίτητα να κάνω κάτι περίεργο. Προχωράω ταινία-ταινία. Αυτήν τη στιγμή, νιώθω πως χρειάζομαι λίγο περισσότερο χρόνο για να σκεφτώ τι θα κάνω και αν θέλω να το κάνω. Έχω κάνει τρεις συναπτές ταινίες γιατί είπα πως άξιζαν τον κόπο και θα ήταν κρίμα να μην προχωρήσουμε. Ξαφνικά βρέθηκα με ένα burnout. Από πού ξεκινήσαμε να τα λέμε αυτά;
— Από τον παραλογισμό.
Ναι, ωραία το έστριψα (γελάει).
— Επειδή γράφεις κιόλας, ποιες είναι οι λογοτεχνικές σου επιρροές; Διαβάζεις;
Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια, με τα σενάρια που γράφουμε και ξαναδιαβάζουμε, το να διαβάσω μου φαίνεται αδύνατον. Δεν ήμουν και πολύ του διαβάσματος, αν και είχα αγαπήσει τον Ντοστογιέφσκι, τον Καμί (από τον Καλιγούλα του εμπνεύστηκα τις Ιστορίες Καλοσύνης) ή αργότερα τον Σελίν. Είμαι περισσότερο οπτικός και εικαστικός. Διαθέτω ένα ένστικτο για κείμενα με ιδιαίτερο τόνο, όπως της Σάρα Κέιν, που είναι θεατρική βέβαια. Δεν θεωρώ, όμως, τον εαυτό μου παιδί της λογοτεχνίας. Περιέργως, ούτε ο Ευθύμης είναι, που έχει και πολύ ιδιαίτερη γραφή. Δεν είναι απαραίτητο, νομίζω. Αντιθέτως, η φωτογραφία μού προκαλεί μια ηρεμία σε σχέση με το έντονο, το πολυπληθές, το βαρύ του κινηματογράφου. Είναι κάτι που μπορείς να κάνεις μόνος σου, να φωτογραφίσεις ένα δέντρο ενώ περπατάς, να πας σπίτι σου να το εμφανίσεις και να κρατάς στα χέρια σου τη φωτογραφία την ίδια μέρα. Είναι μια πολύ θεραπευτική εμπειρία μέσα στην τρέλα ενός τεράστιου πράγματος που είναι το να φτιάξεις μια ταινία.
— Προτιμάς το ασπρόμαυρο;
Τα τελευταία χρόνια τραβάω απευθείας ασπρόμαυρο φιλμ. Φωτογραφίζοντας στην Ελλάδα, αισθάνομαι πως το ασπρόμαυρο αφαιρεί κάπως το καρτποσταλικό, εστιάζει στο θέμα που παρατηρείς και το αναδεικνύει. Επίσης, όταν φωτογραφίζω στα γυρίσματα, και μάλιστα με φλας, μου δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσω κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό από την εικόνα της ταινίας. Τραβάω και λίγο έγχρωμο για τις φωτό της ταινίας.
— Την Έμα Στόουν πώς σου ήρθε να τη φωτογραφίσεις στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο και στα Βοτσαλάκια;
Έχω μια φανταστική location manager, τη Γιώτα, που μας βρήκε τις τοποθεσίες για μια ανάθεση από το περιοδικό «W». Μου άρεσαν, μου προσέφεραν κάτι διαφορετικό. Επίσης, αυτή η φωτογράφιση υπήρξε μέρος μιας κοινής διαδικασίας: η Έμα έμαθε να φορτώνει και να εμφανίζει φιλμ στη διάρκεια του Poor Things (πολλές από τις φωτογραφίες για το λεύκωμα της ταινίας τις εμφάνισε στο μπάνιο του δωματίου της στη Βουδαπέστη). Εκείνη τύπωσε τις φωτογραφίες του «W» σε ένα δωμάτιο στην Αθήνα. Μας ενδιαφέρει αυτό το παιχνίδι, είναι ένα είδος διαλογισμού, αποσυμπίεσης και χαράς.
— Η επιστροφή σου στην Ελλάδα ήταν δύσκολη απόφαση;
Πολύ εύκολη, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα.
— Γιατί αποφάσισες να εγκατασταθείς στην Αγγλία;
Ποτέ δεν είχα ζήσει στο εξωτερικό, ενώ πάντα με γοήτευε η εμπειρία. Το Λονδίνο με ενδιέφερε, πολιτιστικά, γαστρονομικά, αρχιτεκτονικά, για πολλούς λόγους. Προφανώς, η διαμονή μου εκεί υπήρξε το πρώτο βήμα για να ασχοληθώ με αγγλόφωνες ταινίες. Μετά από τις τρεις ελληνικές ταινίες που γύρισα, δεν έβλεπα σημάδια προόδου πάνω στον τρόπο με τον οποίο ήθελα να έχω τον έλεγχο.
— Σκέφτηκες ποτέ σοβαρά την Αμερική;
Όχι, ήθελα να μείνω στην Ευρώπη, και τότε η Αγγλία ήταν Ευρώπη! Επίσης, υπήρχε η αίσθηση πως για να κάνεις ανεξάρτητο σινεμά στην Αμερική πρέπει να προέρχεσαι από την τοπική κοινότητα. Αλλιώς, τα στούντιο δεν ενδιαφέρονται καθόλου για σένα. Θεώρησα πως το Λονδίνο διαθέτει ένα σύστημα στήριξης για δημιουργούς με ανεξάρτητη προσωπικότητα, με την ύπαρξη δομών όπως το BFI, το Film4, το BBC, που σε βοηθούν χωρίς την εμπλοκή των στούντιο – τα στούντιο μπορεί να εμπλακούν μετά. Στην Αμερική δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Και στην Αγγλία ήταν δύσκολα βέβαια, παρότι στην αρχή μου έλεγαν «φανταστικά», «μπράβο» και τα λοιπά. Μόλις όμως τους έδωσα την ιδέα του Αστακού, η πρώτη τους αντίδραση ήταν: «What?» (γελάει). Γι’ αυτό και ο Αστακός έγινε πάρα πολύ δύσκολα. Πέρασα τέσσερα χρόνια περιμένοντας, ώσπου ήρθαν 20.000 ευρώ από την Ολλανδία, μια μεγάλη βοήθεια από την Ιρλανδία και 20.000 από την Ελλάδα.
— Κι εγώ που νόμιζα πως ο «Αστακός» θα ήταν η πιο φιλική χειρονομία σου προς τον θεατή, άρα και η πιο γρήγορη και εύκολη έγκριση που θα έπαιρνες…
Δεν το είδαν έτσι στην αρχή. Και μόνο όταν ήρθαν ο Κόλιν Φάρελ και η Ρέιτσελ Γουάις εγκρίθηκαν και τα 100.000 ευρώ από το FilmFour που χρειάζονταν.
— Για να κλείσουμε κινηματογραφικά, είχες πει πως πριν από κάθε σου ταινία βλέπεις, για έμπνευση ή για το ντεκουπάζ ίσως, αυτή την αδιανόητη μαύρη κωμωδία/περιπέτεια του 1967, το «Branded to kill», του Σεϊτζούν Σουζούκι…
Φανταστικό, όντως, αλλά έχω καιρό να το δω. Με εντυπωσιάζει πάρα πολύ η ελευθερία αυτής της ταινίας. Μου είχε κάνει τρομερή αίσθηση, αν και δεν είναι η μόνη. Για καιρό έβλεπα Μίκλος Γιάντσι, το Κόκκινο και το Λευκό, ταινίες του Μπρεσόν. Από το Branded to kill κράτησα το ότι δεν υπάρχουν κανόνες, μπορεί κανείς να φτιάξει κάτι όπως το θέλει, να το σκεφτεί με διαφορετικό τρόπο! Και τον Παπατάκη τον αγαπώ, όπως και τον Τζον Κασαβέτη, που είναι τόσο δυνατός ώστε υπερβαίνει τον ρεαλισμό. Μου αρέσει η υπέρβαση με οποιονδήποτε τρόπο, και με συγκινεί όταν τη συναντώ στα διαφορετικά είδη που εκπροσωπούν ο Μπρεσόν ή ο Μπουνιουέλ ή στο Branded to kill. Το αν είναι absurd ή ρεαλιστικό από ένα σημείο κι έπειτα δεν έχει καμία σημασία. Είναι αυτό που είναι.
— Κι αν πρέπει, δηλαδή αν θες, να παρακολουθήσεις ένα πιο αφηγηματικό φιλμ, ένα blockbuster, για παράδειγμα, είναι ένοχη απόλαυση για σένα;
Αν λειτουργεί, το βλέπω μια χαρά. Συχνά είναι πολύ χειρότερο να βλέπεις μια αποτυχημένη «καλλιτεχνική» ταινία.
— Μπορείς να αναφέρεις μια straightforward ταινία που είδες πρόσφατα;
Για βοήθησέ με (γελάει).
— Δεν ξέρω. Στο στυλ των «Avengers»;
Α, αυτό όχι, δεν μπορώ να το παρακολουθήσω.
—Ή του Άρι Άστερ, που είναι φίλος, φαντάζομαι, και συμπαραγωγός σου. Εμένα το «Eddington» μού άρεσε.
Το Ο Μπο φοβάται είναι μία από τις δικές του ταινίες που μου άρεσαν. Το Nosferatu του Ρόμπερτ Έγκερς μου άρεσε πολύ. Επίσης το Lighthouse του ίδιου, αν και δεν μιλούσαμε γι’ αυτό το είδος, νομίζω.
—Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, μόλις είχες ολοκληρώσει τη «Βληχή». Μου είπες τότε πως κάνεις πολιτικό σινεμά ακόμη κι αν οι ταινίες σου δεν είναι ακραιφνώς πολιτικές. Η «Βουγονία» είναι η πιο ανοιχτά πολιτική σου ταινία. Μαζί με το pin για την Παλαιστίνη που φορούσες στη Βενετία, σηματοδοτεί μια αλλαγή για σένα. Είναι μέρος της καμπής στη ζωή σου το ότι επιθυμείς να εκφραστείς πολιτικά πλέον;
Ένιωσα πως δεν έχω πια επιλογή. Αυτό που συμβαίνει γενικά στον κόσμο, ηθικά και προσωπικά, δεν μου αφήνει άλλη επιλογή. Αν είσαι άνθρωπος με οποιαδήποτε ενσυναίσθηση, δεν μπορείς να μη μιλήσεις. Τυχαία κάπως, η Βουγονία μιλάει για την αυτοκαταστροφική ανθρώπινη φύση, τη στιγμή που και στην πραγματικότητα βλέπουμε το τέλος να είναι πολύ κοντά. Τόσα χρόνια ένιωθα πως κάνω τη δουλειά μου και πως δεν οφείλω να μιλώ ευθέως πολιτικά. Αλλά όταν βλέπω καθημερινά παιδάκια να τινάζονται στον αέρα και την απάθεια όσων ελέγχουν τη ζωή μας γίνομαι απαισιόδοξος. Δεν μένει καμιά επιλογή σε εμάς τους απλούς ανθρώπους. Τους λίγους που έχουν τον έλεγχο φαίνεται να μην τους ενδιαφέρει καθόλου η επιβίωση του πλανήτη. Ο σκοπός είναι αυτοί οι λίγοι να τα μαζέψουν και να πάνε στον Άρη – δεν δικαιολογείται αλλιώς η πορεία του κόσμου αυτήν τη στιγμή.
Ευχαριστούμε θερμά το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία (Βασ. Γεωργίου 1, Σύνταγμα) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.