«Δεν ζω στις σκιές, είμαι “οι σκιές”», αφηγείται φωναχτά από το ημερολόγιο της σκοτεινής ζωής του ο νεαρός Μπρους Γουέιν, κάνοντας μια ταιριαστή εισαγωγή στον ζόφο που θα ακολουθήσει στη φετινή, φιλόδοξη και έξυπνα ανανεωτική επανατοποθέτηση του δισυπόστατου μασκοφόρου εκδικητή. Ο Μπάτμαν ή, μάλλον, Ο Μπάτμαν, όπως προηγείται το άρθρο της ιδιότητας στον τίτλο, παραπέμποντας στην υπαρξιακή καταγωγή ενός κουρασμένου από τις επαναλήψεις υπερήρωα, βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο της δράσης του σε ένα Γκόθαμ που θυμίζει έντονα την ακατάστατη μεγαλούπολη στο χαοτικό φινάλε του Joker.

 

Ο Ματ Ριβς, σκηνοθέτης του Cloverfield καθώς και των πρόσφατων κεφαλαίων στον Πλανήτη των Πιθήκων, ασπάζεται τη χαμηλόφωνη, νυχτερινή σοβαρότητα του Κρίστοφερ Νόλαν, αλλά διώχνει τελείως οποιοδήποτε φανταστικό στοιχείο και υιοθετεί έναν, πρωτοφανή για το είδος, ακραιφνή ρεαλισμό, συγγενικό με το ύφος και το στυλιζάρισμα του νεοκορεατικού κύματος της δραματικής περιπέτειας. Το δράμα του Μπρους/Μπάτμαν δεν αλλάζει: παραμένει ο πονεμένος ορφανός που ψάχνει τους λόγους και τα καθάρματα που του στέρησαν βίαια τους γονείς του, διαθέτοντας εγγενώς μια αξιακή ροπή προς το καλό και την επανόρθωση της αδικίας.

 

Πιο στοχευμένος και άγουρος, βρίσκει στο παρουσιαστικό και τη σωματική συμπεριφορά του Ρόμπερτ Πάτινσον ευπρόσδεκτη ευαλωτότητα και grungy τραχύτητα ‒ δεν ακούγεται τυχαία το «Something in the way» των Nirvana. Σαν τον Έντουαρντ Κάλεν του Twilight, που ξύπνησε στον κόσμο του Κερτ Κομπέιν, ο τριανταπεντάχρονος (που μοιάζει νεότερος) Βρετανός ηθοποιός κινείται αργά και προσεκτικά, έτη φωτός μακριά από την καλλιεργημένη, εν μέρει παραπλανητική εικόνα του εκατομμυριούχου γόη που έχουμε συνηθίσει, κρύβεται στα μονοχρωματικά του ρούχα, ποσώς νοιάζεται για την περιουσία του, φέρεται σχεδόν αγενώς στον Άλφρεντ που τον προστρέχει και η στολή του δεν είναι βασανιστικό επαγγελματικό καμουφλάζ αλλά προέκταση της λαβωμένης ψυχοσύνθεσής του, ειδικά όποτε παρατηρούμε πως κάτω από τη λαστιχένια μάσκα του προβάλλει ένα πρόσωπο συχνά στραπατσαρισμένο, και πάντα φοβισμένο.

 

Είναι σαφές πως ακόμα δεν έχει βρει ούτε τη δεξιοτεχνική του ακρίβεια ούτε καν τα σωστά του πατήματα, όπως φαίνεται από την πρώτη φορά που τον βλέπουμε να ίπταται χωρίς άγκιστρα, για να καταλήξει με τούμπα πρώτα σε μια τέντα και μετά στην άσφαλτο, στην αναγκαστική απόδρασή του από την ταράτσα του αρχηγείου της αστυνομίας. Ο μοναδικός ένστολος που τον εμπιστεύεται και τον υπολογίζει χωρίς περιστροφές παραμένει ο Τζέιμς Γκόρντον (Τζέφρι Ράιτ), ενώ όλοι οι υπόλοιποι τον στραβοκοιτάζουν, ενδεχομένως θεωρώντας πως δεν έχει κερδίσει την εκτίμηση με τα ανδραγαθήματα και τις πράξεις του.

 

Το Γκόθαμ είναι βουτηγμένο στη διαφθορά, σαν τη Νέα Υόρκη πριν από τη σαρωτική εκκαθάριση, και ο Ρίντλερ (Πολ Ντέινο) απειλεί να ξεσκεπάσει τους εγκληματίες και τα τσιράκια του στο Σώμα με μια σειρά από δυσεπίλυτους γρίφους. Ο Μπρους στοχοποιείται κι έτσι δράττεται της ευκαιρίας να συνδέσει τη δύσκολη σύλληψη του κακού με το προσωπικό του θέμα, πιστεύοντας πως θα βρει απάντηση στην οικογενειακή δολοφονία. Ο συνδετικός κρίκος είναι ο πρώην δήμαρχος πατέρας του: έπεσε όντως θύμα μιας τραγικής παρεξήγησης ή έφαγε το κεφάλι του, συμπαρασύροντας και τη σύζυγό του, μπλεγμένος κι εκείνος σε βρόμικα γεγονότα που οδηγούν στον αρχιμαφιόζο της πόλης (κουλ πίσω από τα φιμέ Persol του ο Τζον Τουρτούρο) Καρμάιν Φαλκόνε;

 

Το Batman είναι πλέον ένα νουάρ με πλοκή αστυνομικής περιπέτειας. Χτίστηκε από το ενδιαφέρον οξύμωρο να μπορεί να σταθεί με δομικά σεναριακά υλικά και χωρίς τον Μπάτμαν, αλλά σκηνοθετήθηκε έτσι ώστε να μην έχει λόγο ύπαρξης χωρίς αυτόν!

 

Κι ενώ θέτει το ζήτημα της αναγκαιότητας ενός υπερήρωα στη μετά-Joker εποχή, συνεχίζει σε παρόμοια φλέβα, δίνοντας επιτέλους ψυχή στον παραδομένο στον μηδενισμό αντιήρωα του Νόλαν ‒ δεν λαμβάνουμε καν υπ’ όψιν τον σαστισμένα ανερμάτιστο Μπεν Άφλεκ που είχε υπογράψει με τη Warner να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στο standalone reboot, αλλά παραιτήθηκε γιατί, όπως δήλωσε, δεν βρήκε ποτέ την όρεξη να μπει στον κόπο.

 

Με πιο ενοποιημένη τη διττή φύση του, λόγω της νεότητας και ενός πυκνού στόρι που δανείζεται τον αμαρτωλό σαδισμό του Seven, αν και σαφώς πιο προσγειωμένο στη διαδικασία του Zodiac, λόγω της μεθοδολογίας του Ρίντλερ, ο χαρακτήρας αρχίζει ένα καινούργιο ταξίδι αυτοπραγμάτωσης με διάχυτο άξονα την προδοσία, κανένα χιουμοριστικό δεκανίκι (ο αγνώριστος κάτω από προσθετικό μακιγιάζ Πιγκουίνος του Κόλιν Φάρελ, στη συνολικά 9λεπτη εμφάνισή του, είναι σκορσεζική προσθήκη στην πινακοθήκη των πονηρών διεφθαρμένων) και μια ερωτικής υπόσχεσης ανακούφιση από την εν εξελίξει Catwoman, όπως την αποτυπώνει με αυτοπεποίθηση, σβέλτα χτυπήματα και sexiness η Ζόι Κράβιτς.

 

Ένα ζευγάρι γεννήθηκε, η σπίθα ανάμεσά τους δεν είναι ιδέα στο τραπέζι, αλλά ορατή στο πανί. Η Catwoman είναι ζόρικη και αγωνίστρια, η γοητεία της περνάει από κρυφά μονοπάτια, όπως και η λίμπιντο του αγχωμένου και αγχωτικού Μπρους από τον master της κομψής θλίψης Πάτινσον.

 

Η τρίωρη διάρκεια δεν είναι εντελώς δικαιολογημένη και η δράση δεν πετυχαίνει πάντα τον στόχο της. Ενώ η καταδίωξη με το μυώδες batmobile βλέπεται χορταστικά και συναρπάζει, η τελική παγίδα χάνει σε ένταση και πρωτοτυπία.

 

Η ταινία κερδίζει σε ατμόσφαιρα όποτε συνδέει στοιχεία και σιγοβράζει, υπογραμμισμένη από το πένθιμο και εμβατηριακό μουσικό σκορ του βραβευμένου με Όσκαρ Μάικλ Τζιακίνο. Και παρά τις ατέλειές της, αποπνέει καλλιτεχνική γενναιότητα, διότι διαχωρίζει πλήρως τη θέση της από τις επικές σαλάτες των υπερηρωικών συναθροίσεων που πάσχιζαν να βρουν την ταυτότητά τους (ενώ δεν γνώριζαν ακριβώς ποιο ρόλο υπηρετούσαν και σε ποια ακριβώς υποπλοκή), ακολουθεί το παράδειγμα του Τοντ Φίλιπς, αν και δεν ντουμπλάρει το ακατόρθωτο του υδράργυρου Τζόκερ, πιάνει ξανά το νήμα με βάση μια δόκιμη νοσηρότητα και, μολονότι σίγουρα πολλοί θα διαφωνήσουν, αρνείται να επαναλάβει το μπλαζέ άδειασμα κάθε νοήματος που χαρακτήριζε τον βαρύθυμο, σχεδόν παραιτημένο Γουέιν του Κρίστιαν Μπέιλ προς το τέλος της bat-καριέρας του.