ΩΣ ΓΙΟΡΤΗ, το Halloween έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να διεισδύσει στην ελληνική κουλτούρα και ο υπογράφων το προτιμά από τις Απόκριες, καθώς δεν συνοδεύεται από κομφετί και σερπαντίνες, ούτε ντύνεται μουσικά από το τρισκατάρατο «Κετελαπόνγκο» και τη δαιμονική «Κολεγκιάλα». Ως γνωστόν, την περίοδο του Halloween οι μάγισσες έχουν την τιμητική τους, δίνοντας έτσι την αφορμή για το αφιέρωμά μας.
Με κίνδυνο να υπερβούμε τον ψυχαγωγικό σκοπό και να ριψοκινδυνεύσουμε την ελαφρά ανάγνωση του παρόντος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η μάγισσα, και στις δυο δημοφιλείς όψεις της, είτε ως άσχημη, μαυροφορεμένη θηλυκή ύπαρξη με ψηλό καπέλο, είτε ως αισθησιακή γυναίκα, ντυμένη με αραχνοΰφαντο ύφασμα, θελκτική μα επικίνδυνη, αποτελεί τις δύο όψεις του ίδιου πατριαρχικού νομίσματος. Γιατί τι άλλο ήταν η μάγισσα πέρα από μια κατασκευή μιας πουριτανικής, κατά βάση χριστιανικής κοινωνίας, με στόχο να επιβάλει την ηθική της, να πατάξει τις γυναικείες ελευθερίες και να αιτιολογήσει τον κολασμό των γυναικών που τις διεκδικούσαν;
Ζητούμενο της παρούσας λίστας είναι να θυμηθούμε μερικές εμβληματικές μάγισσες της μεγάλης οθόνης και άλλες λιγότερο γνωστές, με τον ταπεινό αλλά ευσεβή πόθο να εμπλουτίσουμε τη watchlist σας κατά τον εορτασμό του πατροπαράδοτου Halloween.
Μπορεί κανείς, φυσικά, να δει την εννοιολογική σύλληψη της μάγισσας και ως ομολογία της ενοχής, ως αντανάκλαση μύχιων φόβων αυτής της καταπιεστικής κοινωνίας για τη μέρα που οι κατατρεγμένες θα έρθουν και θα της ζητήσουν να πληρώσει τον λογαριασμό. Ακόμα και το μοτίβο του σκουπόξυλου, εργαλείου υποταγής στον ζυγό της καθημερινής οικιακής εργασίας, στα χέρια της μάγισσας μετατρέπεται σε μέσο μεταφοράς προς την ελευθερία, άρα συνιστά μια μορφή σημειολογικής χειραφέτησης – αν όχι ρεβάνς.
Αλίμονο, σηκώνει μυριάδες λέξεις το ζήτημα, μα δεν θα σας κουράσουμε άλλο. Ζητούμενο της παρούσας λίστας είναι να θυμηθούμε μερικές εμβληματικές μάγισσες της μεγάλης οθόνης και άλλες λιγότερο γνωστές, με τον ταπεινό αλλά ευσεβή πόθο να εμπλουτίσουμε τη watchlist σας κατά τον εορτασμό του «πατροπαράδοτου» Halloween.
Snow White and the Seven Dwarfs (1937)
Η σκηνή της μεταμόρφωσης της κακιάς βασίλισσας σε μάγισσα
H κακιά βασίλισσα μεταμορφώνεται στην αρχετυπική, κακομούτσουνη μάγισσα του παραμυθιού σε μια ανείπωτης καλλιγραφίας και φιλικότερη προς το οικογενειακό κοινό εκδοχή της ιστορίας των Γκριμ, με τη σκηνή της μεταμόρφωσης να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις στιγμές που ο θείος Ουόλτ δεν φοβήθηκε να προκαλέσει ανησυχία στους ανήλικους θεατές του. Φυσικά, το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία κερδίζουν με το σπαθί τους (ή με την προβοσκίδα τους) οι «Ροζ Ελέφαντες» του «Dumbo».
The Wizard of Oz (1939)
 
 H Μάργκαρετ Χάμιλτον μεταμορφώνεται στην Κακιά Μάγισσα της Δύσης –το όνομα «Έλφαμπα» είναι προϊόν μεταγενέστερης ονοματοδοσίας– και κεντά κάτω από το πράσινο μακιγιάζ, προκαλώντας φόβο σε όλα τα πιτσιρίκια, εκτός από τη συμπρωταγωνίστριά της, Τζούντι Γκάρλαντ, η οποία δήλωσε πως της ήταν δύσκολο να τρομάξει, δεδομένης της ευγένειας και της καλοσύνης της Χάμιλτον εκτός πλατό. Από τα διαμάντια του στέμματος στον κινηματογραφικό κανόνα της παιδικής φαντασίας, αλησμόνητη η σκηνή της μετάβασης στη Χώρα του Οζ, όπου η σέπια δίνει τη θέση της σε μια technicolor πανδαισία.
I married a witch (1942)
 
 To κλασικό μοτίβο της εκδίκησης των θυμάτων του κυνηγιού μαγισσών δίνει το έναυσμα για μια χαριτωμένη (!) screwball κομεντί, όταν το ερωτικό φίλτρο της αναστηθείσας μάγισσας καταναλώνεται κατά λάθος από την ίδια. Η ταινία του Ρενέ Κλερ προσεγγίζει παιχνιδιάρικα τη μαγεία και βοήθησε στην εξέλιξη της Βερόνικα Λέικ σε σταρ – σήμερα την έχουμε στο μυαλό μας ως νουάρ πρωταγωνίστρια, στο βιογραφικό της, όμως, θα βρούμε αρκετούς «ελαφρύτερους» ρόλους, σαν αυτόν εδώ.
La maschera del demonio (1960)
 
 Όπως και στην προηγούμενη ταινία, μια μάγισσα ξυπνά για να εκδικηθεί τους απογόνους των βασανιστών της, μόνο που εδώ ζητούμενο είναι ο τρόμος. Ξεκινώντας από μια αξέχαστα νοσηρή εισαγωγή –η σκηνή της «εφαρμογής» της μάσκας παραμένει σοκαριστική μέχρι σήμερα–, ο Μάριο Μπάβα πλάθει έναν εφιάλτη σε κιαροσκούρο, με αρωγούς του τη λεπτοδουλεμένη σκηνογραφία και το εξωπραγματικό βλέμμα της Μπάρμπαρα Στιλ. Οι φίλοι του μπαρτονικού «Sleepy Hollow» θα χαρούν διπλά κατά τη διάρκεια της προβολής, μετρώντας όλες τις αναφορές του σκηνοθέτη στην ταινία του Μπάβα.
Night of the eagle (1962)
 
 Σε αυτό το εμφανώς επηρεασμένο από τις ταινίες του Ζακ Τουρνέρ βρετανικό μεταφυσικό θρίλερ, μια γυναίκα χρησιμοποιεί ξόρκια για να προστατεύσει τον σύζυγό της από κακόβουλες επιθέσεις – μόνο που εκείνος την περιφρονεί και την υποτιμά διαρκώς. Εμφανές από τη σύνοψη το φεμινιστικό υπόστρωμα αυτού του άγνωστου διαμαντιού που συστήνεται ανεπιφύλακτα στους φίλους του είδους. Στo αμερικανικό cut της ταινίας, που κυκλοφόρησε με τίτλο «Burn Witch Burn», ένας αόρατος αφηγητής διαβάζει ένα ξόρκι για να προστατευτούν οι θεατές από τη μαγγανεία – ένα υπέροχο εύρημα.
Suspiria (1977)
 
 O Nτάριο Αρζέντο αφήνει (για λίγο) πίσω του το giallo κι επιχειρεί μια κατάθεση στον μεταφυσικό τρόμο, με μια οπερετική εκδοχή της φόρμας του που τελεί σε συμβιωτική σχέση με τους synth ήχους των Goblin. Η χρωματική πανδαισία, τα μακάβρια ατυχήματα και η μαξιμαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση τοποθετούν αυτήν τη sui generis (στην εποχή της) δημιουργία κάπου μεταξύ εφιάλτη και ονειρότοπου και, αναμφίβολα, στο πάνθεο του είδους του τρόμου, υπογραμμίζοντας εμφατικά σε θεατές που προσεγγίζουν «λογοτεχνικά» το σινεμά ότι σημασία δεν έχει τι γίνεται σε μια ταινία, αλλά το «πώς» γίνεται.
The Outcasts (1982)
 
 Αν αποτελεί άγνωστο διαμάντι η παραπάνω ταινία, τι να πούμε και γι’ αυτήν εδώ. Δυσεύρετο για χρόνια, παρά τη συνδρομή του στην επανεκκίνησης της ιρλανδικής κινηματογραφίας στα ’80s, το «Outcasts» μάς μεταφέρει στην επαρχία του 19ου αιώνα, στο πλευρό μιας νεαρής γυναίκας που στρέφεται στη μαγεία λόγω των προκαταλήψεων και του εκφοβισμού των συγχωριανών της. Υπόδειγμα αλαφροΐσκιωτης ατμόσφαιρας, χάρη στην αξιοποίηση της ιρλανδικής γεωγραφίας και στις folk μελωδίες, και ευλογημένο (ή καταραμένο) με ένα στοιχειωτικό φινάλε.
The witches of Eastwick (1987)
 
 Πίσω από τον αισθησιασμό και τον ακομπλεξάριστο σαχλαμαρισμό του πρωταγωνιστικού κουαρτέτου κρύβεται μια σαρδόνια φεμινιστική σάτιρα, με τον πατριαρχικό Σατανά να τιμωρείται πρόσκαιρα από τη γυναικεία συντροφιά, μα στο φινάλε να καραδοκεί ώστε να μεταδώσει το πνεύμα του στην επόμενη γενιά. Σκεπτόμενος πως, αν έβγαινε σήμερα, πολλοί θα τη χαρακτήριζαν «woke» προπαγάνδα, δεν μπορείς παρά να γελάσεις με εκείνον τον σαρδόνιο τρόπο του Τζακ Νίκολσον – ο Διάβολος της ταινίας, που νομίζει ότι παίζει στα δάχτυλα τις μάγισσες Σερ, Μισέλ Φάιφερ και Σούζαν Σαράντον.
Hocus Pocus (1993)
 
 Ιδιαίτερα αγαπητός στα μέλη της Gen Z και στην queer κοινότητα χαλογουινιάτικος (sic) τίτλος, το «Hocus Pocus» θυμάται παλιότερες απόπειρες της Disney να εντάξει το μακάβριο στοιχείο στις παραγωγές της, όπως το «Something wicked this way comes», αλλά κυρίως δίνει την ευκαιρία στις τρεις κυρίες που υποδύονται τις διαβόητες αδελφές Σάντερσον –οι Μπέτι Μίντλερ, Σάρα Τζέσικα Πάρκερ και Κάθι Νατζίμι– να το ρίξουν έξω. Ασφαλώς, πρόκειται για σαχλαμάρα, κάπως έτσι μπορεί να αποδοθεί και το «hocus pocus» στην ελληνική γλώσσα άλλωστε, αλλά για καλή σαχλαμάρα.
Τhe Craft (1996)
 
 Xαρακτηριστική περίπτωση ταινίας που «έπρεπε να ήσουν εκεί» για να αντιληφθείς τον αντίκτυπό της στην ποπ κουλτούρα, το «Craft» είναι μια δημιουργία που μπορείς να δείξεις σε κάποιον για να του δώσεις να καταλάβει με τι έμοιαζε το εφηβικό mainstream σινεμά εκείνης της δεκαετίας και αντιμετωπίζει τη μαγεία ως κάτι τρομερά cool –για να μιλήσουμε με ορολογία ’90s– και ως εργαλείο χειραφέτησης, τουλάχιστον προτού κατρακυλήσει σε διδακτικές ατραπούς. Aπό τις τέσσερις πρωταγωνίστριές του, μόνο η Νιβ Κάμπελ κατάφερε να κρατηθεί στην πρώτη γραμμή μέχρι σήμερα, κι αυτό χάρη στο franchise του «Scream».
Black Death (2010)
 
 Πολύ πριν υποδυθεί τη μαγνητική Μελισσάνδρη στο «Game of Thrones», η Κάρις Βαν Χούτεν υπήρξε πρωθιέρεια ενός παγανιστικού χωριού στο «Black Death», με φημολογούμενες μαγικές ικανότητες στη θεραπεία και στην ανάσταση νεκρών, τις οποίες καλούνται να διαγνώσουν οι χριστιανοί Έντι Ρεντμέιν και Σον Μπιν. Έκτακτο μεσαιωνικό horror, τοποθετημένο στην πανδημική περίοδο της «μαύρης πανώλης», που αποδεικνύει ότι η θρησκοληψία μπορεί να καταστεί μεγαλύτερος κίνδυνος τόσο από τις μάγισσες όσο και από τον βάκιλο του Γέρσιν.
The Witch (2015)
 
 Με το «Witch» ο Ρόμπερτ Έγκερς συστήνει έναν τύπο σινεμά που αγαπά τον λαογραφικό τρόμο και έχει ως κύρια μέριμνα την πιστή αναπαράσταση της (εκάστοτε) εποχής, των ανθρώπων και των τρόπων της. Μέσα από δυσοίωνα πλάνα και απόκοσμους ήχους, η Τομασίν της Άνια Τέιλορ-Τζόι, ολότελα αποκομμένη από τη χριστιανική πίστη, αδυνατεί να αντισταθεί στο εξωγενές Κακό ή παίρνει τη θέση στην Ιστορία που έπλασαν για εκείνη οι σκοταδιστικές αντιλήψεις των καιρών της – διαλέγετε και παίρνετε.
Weapons (2025)
Υποθέτουμε ότι δεν συνιστά πια spoiler η αποκάλυψη της φύσης της απειλής, συνεπώς βρίσκουμε αρμοστή επιλογή το «Weapons» για να κάνουμε έναν κύκλο στην παρούσα λίστα – ξεκινήσαμε με (ντισνεϊκούς) Γκριμ, κλείνουμε με μεταφορά της λογικής των παραμυθιών τους σε μια σημερινή αμερικανική κωμόπολη. Η θεία Γκλάντις, παιγμένη με μπρίο από την Έιμι Μάντιγκαν και μακιγιαρισμένη σαν λιντσιανός χαρακτήρας, εκπροσωπεί το Κακό που οι ενήλικες επέτρεψαν να βλάψει τα παιδιά τους, τα οποία, τελικά, αναγκάστηκαν να δώσουν τη λύση μόνα τους, σε μία από τις μείζονες κινηματογραφικές στιγμές του 2025.
 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
 