Βασισμένο στο ομώνυμο videogame, το Uncharted ακολουθεί τις περιπέτειες του ερασιτέχνη κλέφτη Νέιθαν Ντρέικ και του πεπειραμένου κυνηγού θησαυρών Βίκτορ Σάλιβαν στην προσπάθειά τους να βρουν λεία αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, την οποία διεκδικεί και ο Μονκάντα (Αντόνιο Μπαντέρας), μοχθηρός γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από τη Βαρκελώνη, που πιστεύει πως δυο αρχαίοι χρυσοί σταυροί-κλειδιά του ανήκουν δικαιωματικά. Αυτό το προκαθορισμένο και καλά σχεδιασμένο ταξίδι στη στεριά, τους αιθέρες και τις θάλασσες δεν είναι τόσο αχαρτογράφητο όσο πιστεύει, βάζει ψηλά τον πήχη, αφού επιχειρεί να συνδυάσει προηγμένη κινηματογραφική τεχνολογία και το παλιομοδίτικο σπιλμπεργκικό πνεύμα, αλλά τελικά προσγειώνεται άτσαλα εξαιτίας της υπερκωδικοποιημένης διαδοχής των εικόνων, του λιανού και εντελώς αναμενόμενου διαλόγου εξυπνάδων και παλληκαρισμού, και της απρόσωπης συνολικής όψης του. Ο Τομ Χόλαντ παίζει τον Τζάκι Τσαν, τον άνθρωπο που εφηύρε το παρκούρ πριν καν το πάρουν χαμπάρι όλοι οι υπόλοιποι. Τρέχει ασταμάτητα, πηδά σε τοίχους και από ύψη, κρεμιέται και παλεύει με ό,τι βρεθεί μπροστά του, και πρώτη του έννοια είναι να ξεφύγει από τον κίνδυνο με όλους τους τρόπους, χωρίς ποτέ να φαίνεται πως προκαλεί τη φασαρία - η εισπρακτική πορεία της ταινίας θα δείξει αν ο νεαρός Βρετανός ηθοποιός είναι ικανός να κουβαλήσει μεγάλη παραγωγή χωρίς τη στολή του Spidey. Αντίθετα, ο Μαρκ Γουόλμπεργκ υποδύεται τον «λίγα και καλά» φυγόπονο συμφεροντολόγο, το ελαφρώς αμοραλιστικό αλλά κατά βάθος καλόκαρδο alter ego του νεαρού Ιντιάνα του Χόλαντ. Μαζί μοιάζουν συχνά ξεταιριασμένοι, σαν να προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους καθώς εξελίσσεται η δράση, που συχνά διακόπτεται από τη συμπληρωματική παρουσία δυο ηρωίδων, και τον σύντομο καταλύτη όπως τον ερμηνεύει ο Μπαντέρας στον ελάχιστο χρόνο που του προσφέρεται.