Ελάχιστοι θυμούνται το υπερευπώλητο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τζέϊμς Γουόλερ. Ποιος όμως μπορεί να ξεχάσει πόσο αβίαστη, από τα πολλά κι αβάσταχτα τσιτάτα ημερολογίου τοίχου που κατέκλυζαν τις σελίδες του βιβλίου, θα ήταν η φράση «δεν θέλω να σε έχω ανάγκη, αφού δεν μπορώ να σ’ έχω», διά στόματος Ρόμπερτ Κινκέϊντ, του φωτογράφου που επιχείρησε να καταγράψει τις γέφυρες στην Άϊβα στα ‘60s, και διασταυρώθηκε μοιραία με τη νοικοκυρά, σύζυγο και μητέρα Φραντσέσκα, για ένα επικό ταξίδι ολοκληρωτικού έρωτα και ανεκπλήρωτων ονείρων; Με έναν μοναδικό τρόπο, ο Κλιντ Ίστγουντ, που σκηνοθέτησε τις Γέφυρες του Μάντισον (παίροντας τη σκυτάλη από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ που τις φλέρταρε μάταια επί χρόνια) και πρωταγωνίστησε, διύλισε το καταδικασμένο love story σε ένα οπτικό ρομάντσο κινηματογραφικών λεπτομερειών, αναγκαστικά τοποθετώντας τις επιστολές που ανακάλυψαν αργότερα τα παιδιά της στον κεντρικό άξονα της αφήγησης - αυτή είναι η πιο τεττριμμένη πλευρά της ταινίας. Ειδικά σε δυο σεκάνς φαίνεται η μαεστρία και η λακωνική επινοητικότητά του στο άρρητο και τη δύναμη του βλέμματος και της κίνησης. Στην πρώτη, η Φραντσέσκα έχει συζητήσει με τον ενδιαφέροντα άγνωστο που χτύπησε την πόρτα της μπανάλ καθημερινότητάς της, σε ένα διάλειμμα της ρουτίνας, όταν η οικογένεια έλειπε σε ταξίδι αναψυχής. Κουρασμένη από μια δική της ενόχληση, όποτε έβγαιναν ορμητικά από την κουζίνα οι «άντρες» της ζωής της και κοπανούσαν με δύναμη την πόρτα, παρακούγοντας την ήσσονος σημασίας επιθυμία της, περίμενε ένα μικρό θαύμα, μήπως ο ευγενικός Κινκέϊντ έκανε τη διαφορά την ώρα του πρώτου αποχαιρετισμού, και δεν έμοιαζε με τους άλλους. Όταν εκείνος απλά κι αθόρυβα έκλεισε την πόρτα πίσω του, σαν κύριος, ξαφνικά φώτισε η Μέριλ Στριπ, χωρίς κόλπα και εφέ: το σημάδι ερρίφθη, χωρίς λόγια. Αγαλλίαση και διαίσθηση προοπτικής, που μόνο εκείνη γνώριζε και δεν αποδεικνυόταν έτσι ώστε να τη μοιραστεί. Στη δεύτερη, και πιο αξιοσημείωτη, μέσα στα αυτοκίνητα, στο σταυροδρόμι της κρίσιμης απόφασης, ο Ίστγουντ ερμηνεύει το δίλημμα κόβοντας από το φλας στο καθρεφτάκι, ζυγίζοντας τον χρόνο με την κάμερα. Η σεκάνς είναι ένα εκκρεμές ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον δυο ανθρώπων με πείρα και κάποια ηλικία, που εξελίσσεται σε μερικά λεπτά, σαν να είναι αιώνας, ένα σύντομο θρίλερ που αφήνει την ελπίδα στη στροφή. 

 

Κατά έναν παράξενο τρόπο, οι Γέφυρες του Μάντισον είναι η ανάποδη όψη του Πέρα από την Αφρική, ο Κλιντ Ίστγουντ ο αντίποδας του σχεδόν ουτοπικού Ντένις Φιντς του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (διότι, αν και επισκέπτης και φύση καλλιτεχνική, είναι παρών και έτοιμος να «φάει τη σφαίρα» για την αγαπημένη, ενώ ο Ρέντφορντ, με φόντο το χρυσό φωτοστέφανο, αναλήφθηκε στους ουρανούς με το που εμφανίστηκε) και το κοινό σημείο των δυο φιλμ, η Μέριλ Στριπ, η γήινη ρομαντική ηρωίδα, η ερωμένη της διπλανής πόρτας, μια γυναίκα με την οποία η Κάρεν Μπλίξεν ίσως δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί, και που καταλαβαίνει για ποιους λόγους αξίζει να απαρνηθείς την ευτυχία (από σεβασμό, και για να μην την καταστρέψεις, τελικά). Η ευφυία του Ίστγουντ είναι πως ικανοποιεί τους θιασώτες μιας ιστορίας αγάπης σε πρώτο επίπεδο, ενώ δεν παύει να θέτει σχεδόν υπαρξιακά ερωτήματα με τρυφερότητα και σπουδή για και πάνω σε ένα είδος που, όπως κάποιος μπορεί εύκολα να διαπιστώσει από τη φιλμογραφία του, ουδέποτε συμπάθησε ιδιαίτερα, και δεν καταπιάστηκε με αυτό. Ανέκαθεν έκανε τις ταινίες που ήθελε και του ταίριαζαν. Εδώ, εμπλουτίζει τις κλασικές συγχορδίες του genre και ξεχύνεται σε αυτοσχεδιαστικούς τόνους, δηλαδή υπογράφει ένα ιδιωματικό και προσωπικό έργο σε modal τεχνοτροπία. Οι Γέφυρες είναι ένα σινε-jazz άλμπουμ αναμνήσεων, με κομμάτια που καλύπτουν όλα τα θέματα ενός ζευγαριού (ο τσακωμός, η πρώτη συνάντηση, η πλάκα με το λουλούδι, περιμένοντας στη βροχή, με το άχαστο αργό ζουμ στα πρόσωπα), με τη διαφορά πως ο Ρόμπερτ και η Φραντσέσκα είναι μοναχικές καρδιές, άρα δεν χρειάζεται να τους βλέπουμε σφιχταγκαλιασμένους στο ίδιο κάδρο. Αρκεί που νιώθουμε την επαφή τους, πάντα συνυφασμένη με την ανησυχία της απώλειας. Για όλα αυτά, η τεράστια επιτυχία του 1995 είναι μια ανακουφιστική μεθερμήνευση των love stories του συρμού από τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50, γιατί τα επισκέπτεται και τα αποδίδει με φρέσκο μάτι αφαιρώντας τον μελοδραματισμό, εκεί που ο συγγραφέας Γουόλερ κολακεύει το κοινό του, ουσιαστικά υποτιμώντας το.