Έχουμε δει πολλές παραλλαγές, και ουσιαστικά διαφορετικές εκδοχές, του άνδρα που παλεύει με τη θάλασσα, με όλους τους αρχετυπικούς συμβολισμούς και το επακόλουθο ψυχικό κόστος. Στην δεύτερη ταινία του Τσάντορ, μετά το Margin Call, πρωταγωνιστεί μόνο ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και δεν μαθαίνουμε τίποτε γι' αυτόν: Τον ακούμε στο ξεκίνημα να συντάσσει μια απολογητική επιστολή προς τους αγαπημένους του ανθρώπους. Έκτοτε παραμένει σιωπηλός. Φοράει βέρα. Πλέει σόλο στον Ινδικό ωκεανό. Το σκάφος του είναι ταπεινό. Αλλά ο ίδιος πρέπει να είναι ευκατάστατος, αν κρίνουμε από τα αντικείμενα στο σκάφος. Ένα αδέσποτο container τρυπάει την καρίνα. Η επικοινωνία χάνεται. Και η αυτοπεποίθηση του απειλείται. Έχουμε κάνει βέβαια την υπόθεση πως πρόκειται για έναν επιτυχημένο άνθρωπο που έχει απογοητευθεί και κάνει ένα ταξίδι απομόνωσης, περισυλλογής, ή ακόμη και συγκρατημένης απελπισίας. Ο Ρέντφορντ, ένας ηθοποιός πασίγνωστος για πολλούς λόγους που δεν σχετίζονται πάντα με την ερμηνευτική του δεινότητα, εδώ τα δίνει όλα, χωρίς να χρειάζεται να φαίνεται πως παραδίδεται. Είναι χωρίς αμφιβολία ο καλύτερος του ρόλος και ανταπεξέρχεται δυνατά, με αυτό το ρυτιδιασμένο, στιβαρό πρόσωπο, κάτω από την οικονομία του οποίου παραμονεύουν μυριάδες εκφράσεις. Προτεραιότητα όμως έχει η δράση. Και ο ανώνυμος χαρακτήρας ("ο άνθρωπος μας" περιγράφεται λακωνικά στους τίτλους) μάχεται με τα στοιχεία της φύσης και το απόθεμα της υπομονής, της γνώσης, της στρατηγικής και της ελπίδας του. Η μεγάλη ένσταση αυτής της ξεχωριστής, θαρραλέας ταινίας που πάει κόντρα στις περιπέτειες των καιρών μας, είναι πως ο αγώνας ενός ανθρώπου για την επιβίωση του είναι μάλλον αυτονόητος.