Για το κινηματογραφικό της ντεμπούτο η Λουίζ Κουρβουαζιέ στράφηκε στη ζεστή αγκαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας της, στο μικρό αν και ιστορικό Κοντέ της Μπουργκόν, στα σύνορα της ανατολικής Γαλλίας με την Ελβετία, επιδιώκοντας να φωτίσει τα «εμφιαλωμένα συναισθήματα», όπως η ίδια δήλωσε, των ανθρώπων με τους οποίους μεγάλωσε, νιώθει δικούς της και γνωρίζει πως έτσι έχουν μάθει, προχωρώντας χωρίς θόρυβο και παράπονο στη ζωή τους, δουλεύοντας και διασκεδάζοντας, με λίγες κουβέντες, χαμηλά το κεφάλι, ιδιαίτερο χιούμορ και το σύνηθες ξόρκι του κακού, όποτε αναφωνούν «Vingt Dieux», κάτι σαν “Θεέ και Κύριε”, σε λιγότερο πιπεράτη, ελεύθερη μετάφραση.
Το γύρισμα αποδείχθηκε ευχάριστο και δύσκολο εξίσου, ακριβώς σαν μια οικογενειακή υπόθεση, και το επιτελείο των ηθοποιών αποτελείται αποκλειστικά από ερασιτέχνες, ντόπιους που πέρασαν από πολύμηνο κάστινγκ και συχνά δεν φάνηκαν πρόθυμοι να παρατήσουν τις φάρμες τους για την ευκαιρία μιας καριέρας στην υποκριτική. Ο πρωταγωνιστής στο Θεϊκό Τυρί είναι ο 18χρονος Τοτόν, τυπικός νέος της περιοχής, που μας συστήνεται μεθυσμένος και… γυμνός σε ένα τυπικό γλέντι του χωριού. Δεν ασχολείται με τίποτε ιδιαίτερο: ξενυχτάει με τους δυο κολλητούς του, τρέχει με μηχανές και φτιαγμένα αγωνιστικά στους χωματόδρομους, βοηθάει στις δουλειές, γκομενίζει, συχνά χωρίς επιτυχία, καβγαδίζει και, ακόμη συχνότερα, τις τρώει. Όταν ο χήρος πατέρας του πεθαίνει, αναλαμβάνει τη μικρή του αδελφή και συνειδητοποιεί πως πρέπει να βγάλει χρήματα. Δεν έχει ιδέα πώς να παράγει τυρί, το ξακουστό ημίσκληρο σήμα-κατατεθέν της κομητείας του Ζιρά, αλλά η ευκαιρία έρχεται όταν γνωρίζει καλύτερα τη Μαριλίζ (τα αδέλφια της τον σιχαίνονται, εκείνη τον γουστάρει), τα φτιάχνουν και τις κλέβει το γάλα, πιστεύοντας πως με παραπάνω προσπάθεια, λίγη παρατήρηση του τρόπου παρασκευής και κάμποση τύχη θα κερδίσει αρκετά χρήματα στον ετήσιο διαγωνισμό για να ξελασπώσει.
Η συνθήκη είναι κωμική, αλλά η Κουρβουαζιέ δεν σπεύδει να ακολουθήσει τον χωρατατζίδικο συρμό της γαλλικής μπαλαφάρας. Η ταινία της, που προτάθηκε για 4 Σεζάρ, κερδίζοντας αυτά της Καλύτερης Πρώτης Ταινίας και της Γυναικείας Αποκάλυψης της Χρονιάς, και διαγωνίστηκε στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του περσινού Φεστιβάλ Καννών, συνδυάζει τον ρεαλισμό της βρετανικής «εργατικής» dramedy με μια ρομερική ευγένεια (μείον την αστική ανέχεια, προφανώς), μένοντας απλόχερα στα πρόσωπα και έχοντας εμπιστοσύνη στον χρόνο που χρειάζονται για να αποκαλυφθούν. Ο Τοτόν, τον οποίο υποδύεται ο μαθητευόμενος εκτροφέας πουλερικών Κλεμάν Φαβό, κινείται ακατάστατα και απρογραμμάτιστα με αφοπλιστική απερισκεψία, μια άγνοια κινδύνου που μοιάζει εντελώς φυσική και αφομοιωμένη, ακροβατώντας πότε με χάρη και πότε με αμηχανία μεταξύ της παιδικότητας που εγκαταλείπει και του άδηλου μέλλοντος που δεν έχει πολλή όρεξη να οικειοποιηθεί.
Δραματουργικά μιλώντας, δεν θα είχε τίποτε στα βιαστικά χέρια του αν δεν εμφανιζόταν η εργατική Μαριλίζ της έξοχης Μαϊουέν Μπαρτελεμί, με την ορμή και την αποφασιστικότητά της: οι ερωτικές τους συνευρέσεις δεν μοιάζουν με τίποτε που έχουμε ξαναδεί, μια μικρή σπουδή ειλικρίνειας σε άκυρο συγχρονισμό, με άβολη ομοψυχία και αστείους διαλόγους. Το τυρί για βραβείο που ονειρεύεται να φτιάξει ο νεότατος απρόθυμος κηδεμόνας και ανέτοιμος εραστής είναι μια δοκιμασία για την ενηλικίωση και η ταινία όντως καταφέρνει να ξεκλειδώσει τον εσωτερικό κόσμο, τον δικό του και των γύρω του, με το ράθυμο τέμπο της κτηνοτροφικής επαρχίας και αξιομνημόνευτες μικρές εκρήξεις σε μια ευχάριστη και πειστική ισορροπία. Η τεράστια εισπρακτική επιτυχία της ταινίας στη Γαλλία δείχνει πως υπάρχει ελπίδα στη ζώνη ανάμεσα στο εκβιαστικό μελό και στις ακαταμάχητες μούτες του Κριστιάν Κλαβιέ.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0