Μια ευρωπαϊκή και μυαλωμένη προσέγγιση στο πολύπαθο είδος της ρομαντικής κομεντί (όπως διατυπώνεται υστερικά από πολλές αμερικανικές ταινίες), που διαθέτει αρκετό χρόνο στην εσωτερική επεξεργασία του πένθους, αφήνοντας την ηρωίδα να αφομοιώσει το τραγικό και αναπάντεχο γεγονός της απώλειας με ανθρώπινο ρυθμό και φυσιολογικές κινήσεις. Η επίσης αναπάντεχη προσέγγισή της, με ένα περιπαθές φιλί από το πουθενά στο outsider του γραφείου όπου δουλεύει, έναν ασχημούλη άνδρα με ελάχιστη αυτοπεποίθηση και μονίμως κεραυνοβολημένο, χαζό βλέμμα, είναι το εύρημα του ενός από τους δύο αδελφούς Φενκινός που έγραψε το μυθιστόρημα (και οι δυο ανέλαβαν τη σκηνοθεσία). Delicatesse σημαίνει λεπτότητα και νοστιμιά και ακριβώς αυτή την ελαφρά διχοτόμηση επιχειρεί να καλύψει η ταινία, δηλαδή την όρεξη και τη γεύση της ζωής που ξυπνάει μέσα από την άρνηση και τα συντρίμμια, αλλά και λεπτότητα του τρόπου που ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να επιλέξει, ανεξάρτητα από τις προσδοκίες και τις βλέψεις που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, όπως ο προϊστάμενος της Ναταλί. Ωστόσο, οι διάλογοι τραβάνε σε μήκος και η Οντρέ Τοτού, η οποία εδώ και καιρό βασανίζεται από το φάντασμα της αλαφροΐσκιωτης Αμελί, δεν αδράχνει όλες τις ευκαιρίες έκφρασης μια πολύπλοκης κι εσωστρεφούς κοπέλας, αφήνοντας πολλές σκέψεις της Ναταλί μετέωρες κι εν τέλει ανεξήγητες.