Με τη διαδρομή του Λέναρντ Κόεν, όπως προφέρεται σωστά, δεδομένη και αγαπημένη από τα εκατομμύρια των πιστών του, το τρυφερό ντοκιμαντέρ του Νικ Μπρούμφιλντ εστιάζει στον κρίσιμο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του έρωτα του Καναδού τροβαδούρου με τη Νορβηγή Μαριάνε Ίλεν τη δεκαετία του '60 στην Ύδρα. Ήδη, η επιστολή που έστειλε ο Κόεν στην συμβία του λίγο πριν εκείνη πεθάνει στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, γνωστή και σπαραξικάρδια, χωρίς ίχνος κλισέ, είναι ένα ταπεινό, σταράτο μνημείο ποιητικού αποχαιρετισμού του αιώνιου πνεύματος στο φθαρμένο σώμα που εγκαταλείπει τα εγκόσμια.

 

Το ενδιαφέρον point στα Λόγια Αγάπης ανάμεσα στους δύο εραστές είναι η ρευστότητα των ρόλων τους: εκείνος ήταν ένας ωραίος, αρκούντως μυστηριώδης, οριακά εγωκεντρικός άνδρας που ετοιμαζόταν να πλεύσει προς τη δόξα του, γοητευτικός στους πειραματισμούς και την πνευματική του αναζήτηση, αν και ανίκανος να παραδοθεί οριστικά σε έναν και μόνο άνθρωπο. Εκείνη ήταν η απόλυτη μούσα, φτιαγμένη από τη σπάνια στόφα της γυναίκας που δεν αυτοθαυμάζεται, δεν σαλπάρει για μεγάλα ταξίδια προς τη δόξα της, αλλά εμπνέει και δεν ζητά αναγνώριση ‒ ούτε καν ένα πανάκριβο ρεγάλο, όπως η μούσα/Σάρον Στόουν στη νόστιμη χολιγουντιανή σάτιρα του Άλμπερτ Μπρουκς.

 

Όταν ο Κόεν κάποια στιγμή αποφάσισε να ταξιδέψει για να ανταποκριθεί σε μια καριέρα που ανέτελλε, η Ίλεν ήξερε πως καταστρεφόταν, η ίδια και η σχέση τους. Το αντίδωρο που λαχταρούσε θα ήταν η ad infinitum ηλιόλουστη ουτοπία της Ύδρας, ένας παράδεισος που, ωστόσο, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, δεν ήταν και τόσο ανέφελα τέλειος για τους ξένους καλλιτέχνες που την αποχωρίστηκαν αναγκαστικά, για οικονομικούς κυρίως λόγους, μετά τη χρυσή και ανέμελη διαμονή τους κατά τη διάρκεια της beat και hippie εποχής. Στις μέρες της βεβιασμένης, σχεδόν εκβιαστικής αυτοπροβολής, με το αντίτιμο να ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά, η αισθηματική αυταπάρνηση της τραγουδισμένης και ταπεινής Ιλέν αγγίζει τη σοκαριστική έκπληξη ‒ και πρωταγωνιστεί διά της διακριτικής της παρουσίας στο ντοκιμαντέρ.